γράφει η Αφροδίτη Αυγερινού
Η «αξιοποίηση» της έκτασης του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού, της πρώην Αμερικάνικης Βάσης και του Αθλητικού Κέντρου στον Άγιο Κοσμά [1] βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο της δημοσιότητας όσον αφορά τους όρους και το τίμημα παραχώρησης του «Ελληνικού» από το ΤΑΙΠΕΔ στην κοινοπραξία Λάτση-ξένων ομίλων. Ως mega project δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει μήλον της έριδος ανταγωνιστικών επιχειρηματικών συμφερόντων, αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και φαινομενικά αντίθετων «επιστημονικών προσεγγίσεων».
Το εν λόγω «project» αποτελεί τμήμα ενός giga project που αφορά συνολικά το παραλιακό μέτωπο του Σαρωνικού και το οποίο μαζί με την πώληση του «Ελληνικού» περιλαμβάνει τις επενδύσεις με την ιδιωτικοποίηση και τις αλλαγές στον Λιμένα Πειραιά, τις ιδιωτικοποιήσεις-αναπλάσεις σε Φαληρικό Δέλτα (παράδοση Φαληρικού Όρμου στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος), Φλοίσβο, Αστέρα Βουλιαγμένης, που μαζί με τα χιλιάδες στρέμματα εκκλησιαστικής περιουσίας στη Βουλιαγμένη συνθέτουν ένα τεράστιο παζλ επενδυτικών σχεδίων σε εξέλιξη.
Αυτό το giga project είναι κομμάτι του… tera project που, σε ελεύθερη αλλά διόλου ξύλινη μετάφραση, είναι η μακροπρόθεσμη θωράκιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κερδοφορίας στην Ελλάδα, η οποία, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς ΕΕ-ομίλων-κυβέρνησης, όπως αυτές κωδικοποιούνται στο ΕΣΠΑ 2007-2013 και στο ΣΕΣ (νέο ΕΣΠΑ) για την επόμενη προγραμματική περίοδο (2014-2020), εστιάζεται στην ανάδειξη:
• της χώρας ως διεθνούς κόμβου μεταφορών-εμπορίου-ενέργειας, και
• του λεκανοπεδίου της Αττικής ως μητροπολιτικού κέντρου σχετικών υπηρεσιών (χρηματοπιστωτικές, ναυτιλιακές, τουριστικές και τεχνικές).
Για την Αττική προτεραιότητα αποτελούν οι επενδύσεις σε υποδομές για:
• μεταφορές
• συνεδριακό τουρισμό, τουρισμό υψηλού επιπέδου, κρουαζιέρες και
• «πράσινη ενέργεια».
Προκειμένου να φωτιστεί η αλήθεια –και συνεπώς η διέξοδος– από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργαζόμενης πλειοψηφίας, είναι κρίσιμο να απαντηθούν τα πραγματικά ερωτήματα: ποιος ωφελείται, ποιες ανάγκες εξυπηρετεί όχι αποκλειστικά το project «Ελληνικό», αλλά συνολικά ο σχεδιασμός της άρχουσας τάξης για την ανάπτυξη. Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα αναδεικνύουν την «αξιοποίηση» του Ελληνικού ως ένα ακόμα mega project προς ανατροπή και όχι απλώς «υπό αμφισβήτηση».
Ο σχεδιασμός της ανάπτυξης υποτάσσεται στα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων για τη διασφάλιση της κερδοφορίας τους, πατώντας πάνω στα ερείπια των εργατικών δικαιωμάτων. Σε αυτόν το δρόμο ανάπτυξης καλείται πάντα ο εργαζόμενος να θυσιάσει την ικανοποίηση κάποιων αναγκών του προκειμένου σήμερα «να βγει η χώρα από την κρίση» και αύριο «να διατηρηθούν οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης», με την υπόσχεση ότι κάπου στο μακρινό μέλλον θα εξασφαλιστεί η ευημερία του.
Με βάση αυτό το πρόταγμα σχεδιάζονται οι χρήσεις που προβλέπεται να εγκατασταθούν στην παραλιακή ζώνη, με το παράδειγμα ιδιωτικοποίησης του «Ελληνικού» να είναι αποκαλυπτικό:
Σχεδιάζουν μια πολιτεία για υψηλά βαλάντια με καζίνο και υπερπολυτελή ξενοδοχεία μέσα σε καταπράσινες διαδρομές με φόντο τη θάλασσα του Σαρωνικού και τον καταγάλανο αττικό ουρανό. Όμως ο «επίγειος παράδεισος» που τάζουν μέσα από ρεαλιστικές αρχιτεκτονικές τρισδιάστατες απεικονίσεις αποτελεί προνόμιο για λίγους. Η ψυχαγωγία τουριστών «υψηλού επιπέδου» αποκλείει, στην πράξη, την πρόσβαση των λαϊκών στρωμάτων της Αττικής στο θαλάσσιο μέτωπο (είτε μέσω εισιτηρίου εισόδου σε έναν κλειστό χώρο είτε μέσω απαγορευτικών τιμών στις παρεχόμενες υπηρεσίες).
Οι θέσεις εργασίας που υπόσχονται –σταγόνα στον ωκεανό της ανεργίας– θα είναι με μισθό-βοήθημα και δικαιώματα που να διασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητα της επένδυσης… έναντι άλλων «γειτονικών τουριστικών προορισμών».
Αποτελούν όμως απάντηση από την οπτική των λαϊκών αναγκών οι «εναλλακτικές» που διατείνονται ότι μπορεί να μείνει «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος»;
Μια από τις προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι η μελέτη του ΕΜΠ για το «Ελληνικό». Ενώ, από επιστημονικής πλευράς, ορθά εστιάζεται στην αξιοποίηση του υπάρχοντος κτηριακού δυναμικού, στη σταδιακή υλοποίηση έργων πρασίνου χαμηλού κόστους και δράσεων που αναδεικνύουν ταυτόχρονα τις δυνατότητες που υπάρχουν για αξιοποίηση του χώρου με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες, στο διά ταύτα κινείται στην αντίπερα όχθη πατώντας στη λογική του «μικρότερου κακού». Χωρίς να αποκλείει τη μερική εμπορευματοποίηση, χωροθετεί εμπορικές χρήσεις τοπικού ή μητροπολιτικού χαρακτήρα αναψυχής κ.λπ. με πρόσχημα ότι τα έσοδα από αυτές θα χρησιμοποιηθούν για τη συντήρηση του πάρκου, ενώ προτείνει την εκπόνηση επιχειρησιακού σχεδίου με στόχο την αυτοχρηματοδότηση. Η πρόταση αυτή με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε πρόσθετα χαράτσια, την ώρα που τα κοινωνικά δικαιώματα θυσιάζονται στο βωμό της ανταγωνιστικότητας των ομίλων και οι κοινωνικές υπηρεσίες παίρνουν αποκλειστικά ανταποδοτικό χαρακτήρα, ενώ το λαϊκό εισόδημα δεν αρκεί ούτε για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών.
Ουσιαστικά στο όνομα της αναγκαιότητας δημιουργίας ενός πάρκου, καλεί τους εργαζόμενους να δεχτούν τη μερική ιδιωτικοποίησή του για τη χρηματοδότηση της συντήρησής του, χωρίς να προσδιορίζει ποιος θα πληρώσει τα αναγκαία έργα μετατροπής του.
Την πρόταση αυτή στηρίζουν οι δήμαρχοι των όμορων Δήμων Αλίμου, Γλυφάδας και Ελληνικού-Αργυρούπολης έχοντας συνάψει «τριπλή συμμαχία» ενάντια στο «ξεπούλημα». Ταυτόχρονα ο πρώτος συμμετείχε μέχρι πρότινος στο ΔΣ της ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΕ, ο δεύτερος σήμερα κατέχει θέση στο ΔΣ της νεοσύστατης εταιρείας ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΕ, ενώ ο τρίτος ζητά «αξιοποίηση αλλά όχι πλιάτσικο».
Πέρα από την κυβέρνηση, δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν αμφισβητούν τους στόχους της ανταγωνιστικότητας, υποκλίνονται στην «υγιή» επιχειρηματικότητα και στο μονόδρομο της Ε.Ε., επιχειρούν να πείσουν τους εργαζόμενους ότι μπορούν να συνυπάρξουν τα επενδυτικά σχέδια και τα κέρδη των ομίλων με την ικανοποίηση των αναγκών τους, αρκεί ν’ αλλάξει ο κυβερνητικός διαχειριστής.
Μόνο στη «Δευτέρα Παρουσία» μπορεί να υπάρξει «φιλολαϊκή νησίδα αναψυχής στο Ελληνικό» δίχως σύγκρουση με τους επιχειρηματικούς ομίλους και το κράτος τους.
Η αξιοποίηση για την περιοχή του Ελληνικού πρέπει να είναι ενταγμένη σε έναν συνολικό επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της Αττικής στο πλαίσιο μιας άλλης εξουσίας και μιας οικονομίας που θα έχει στο επίκεντρο τις λαϊκές ανάγκες και όχι τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων. Είναι ο μοναδικός δρόμος που μπορεί να δώσει οριστική φιλολαϊκή λύση στον χωροταξικό σχεδιασμό της Αττικής και στην αξιοποίηση του «Ελληνικού».
Η συνδυασμένη ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών περιλαμβάνει την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος στην ασφαλή, ποιοτική και υψηλού επιπέδου λαϊκή κατοικία και μεταφορές, σε υποδομές κοινής ωφέλειας (σχολεία, νοσοκομεία), δομές πολιτικής προστασίας, μέτρα και έργα αντιπλημμυρικής θωράκισης/αντισεισμικής προστασίας, χώρων πρασίνου και αναψυχής, περνάει μέσα απ’ την ανάγκη διασφάλισης ποιοτικού ελεύθερου χρόνου για τους εργαζόμενους, άρα είναι δεμένο με τις εργασιακές συνθήκες.
Σημείωση
[1]. Η έκταση αυτή στη συνέχεια, για λόγους συντομίας, θα αναφέρεται ως «Ελληνικό».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 11, Απρίλιος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου