Δευτέρα 5 Μαρτίου 1990

Σημειώσεις για την Οικολογία και την Αριστερά

του Τάσου Κυπριανίδη

Όταν αναφέρει κανείς τη λέξη οικολογία, ιδιαίτερα σε σύνδεση με τις προτεραιότητες και τη στοχοθεσία του οικολογικού κινήματος, τότε εκείνο που πρωταρχικά δεσπόζει στη σκέψη ως εικονογράφηση της έννοιας δεν είναι μια βουκολική εικόνα, αλλά η εικόνα της καταστροφής της φύσης: καταστροφή δασών είτε από πυρκαγιές είτε από όξινη βροχή, εξαφάνιση των ειδών από «σπορ» ή από την αλλοίωση των όρων επιβίωσης τους, μολυσμένες θάλασσες από απόβλητα και πλαγκτόν, ποταμοί απορριμμάτων και χημικών αποβλήτων, ο γκρίζος αέρας του νέφους και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης των μεγαλουπόλεων κ.ά. Όσο αυθόρμητη είναι η εικόνα της οικολογικής καταστροφής που καθημερινά βιώνουμε, άλλο τόσο αυτόματη είναι και η «ερμηνεία» για τα αίτια της καταστροφής: ο «άνθρωπος» που αλόγιστα υπονομεύει τις ίδιες τις βάσεις της ύπαρξης του, η στρεβλή του σχέση με το φυσικό περιβάλλον, η βουλιμία του για κοντόφθαλμο και άμεσο κέρδος, η διαστροφή της βιομηχανικής κοινωνίας κλπ.


Όσο αυθόρμητη και αληθοφανής κι αν είναι αυτή η «ερμηνεία» της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, που βάζει γενικά τον «άνθρωπο» αντιμέτωπο με τη φύση και ορίζει τα αίτια της καταστροφής να συνάγονται άμεσα από πρότυπα συμπεριφοράς αυτού του «ανθρώπου», είναι νομίζουμε χρήσιμο να αμφισβητηθείς πρώτα και κύρια γιατί ο «άνθρωπος» που προβάλλεται ως αίτιο είναι μια έννοια χωρίς κανένα αντικειμενικό περιεχόμενο. Εκείνο που αντίθετα υπάρχει είναι οι κοινωνικοί άνθρωποι, οι τάξεις, ή καλύτερα η ταξική διαίρεση της κοινωνίας και η κοινωνική συνοχή μέσα από την ταξική εξουσία που, μέσα από τη συμπύκνωση της στο κράτος, οργανώνει και διαχειρίζεται το συνολικό συμφέρον των αρχουσών τάξεων μέσα στον κοινωνικό σχηματισμό. Άρα η όποια διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, και εδώ συγκεκριμένα η καταστροφή του, πρέπει να εγγραφεί στην ιστορία των σύγχρονων ταξικών κοινωνιών και να συναχθεί από τις τάσεις που διαμορφώνονται στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Πρέπει λοιπόν να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί το φυσικό περιβάλλον αποτελεί αντικείμενο καταστροφής που καθημερινά βιώνουμε και να συλλάβουμε τα αίτια που οδηγούν το κεφάλαιο και τις κοινωνίες του σύγχρονου καπιταλισμού στα όρια της καταστροφής της φύσης. Όμως ήδη ο τρόπος που θέτουμε το ζήτημα εμπεριέχει μια πόλωση που άμεσα συνδέεται με την κυρίαρχη και προφανή όψη των εξελίξεων: μιλάμε πάντα για το περιβάλλον ως αντικείμενο καταστροφής γιατί αυτό κυρίως αντιλαμβανόμαστε, και δεν μιλάμε καθόλου ή έστω υποβαθμίζουμε το περιβάλλον ως αντικείμενο διαχείρισης από την καπιταλιστική εξουσία. Γι αυτό ας πάρουμε τα πράγματα με κάποια σειρά.

Στις κοινωνίες μας, όπου κυρίαρχος είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η εξέλιξη σημαδεύεται από ορισμένες βασικές τάσεις που λειτουργούν ως κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης. Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις μεγεθύνονται (αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου) πράγμα που οδηγεί σε μεγαλύτερο ειδικό βάρος της αξίας των μέσων παραγωγής συγκριτικά με την αξία της εργατικής δύναμης που τα κινεί (αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου). Αυτή η διαδικασία, που είναι αντιφατική, αποδίδει μόνο στο βαθμό που αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας (και συνακόλουθα το ποσοστό υπεραξίας) περισσότερο από όσο αυξάνει η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Έτσι από την ίδια τη λογική της κεφαλαιακής συσσώρευσης, επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που δεν μετουσιώνονται σε άμεση αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι κερδοφόρες και άρα δεν προκρίνονται. Τέτοιες, όμως, επενδύσεις είναι τα πρόσθετα μέτρα αντιρρύπανσης, ο έλεγχος των αποβλήτων, ο περιορισμός της εκπομπής ρύπων κλπ. Συνεπώς, σε μια γενική κατ' αρχήν τοποθέτηση, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι το ατομικό κεφάλαιο, ως απόρροια των νόμων της κεφαλαιακής συσσώρευσης, αντιστρατεύεται το σεβασμό τον περιβάλλοντος.

Όμως θα λέγαμε τη μισή αλήθεια αν σταματούσαμε τη θεώρηση των καπιταλιστικών κοινωνιών στο σημείο αυτό. αν κλείναμε τα μάτια στην αντίρροπη τάση που ενυπάρχει στο ίδιο το σύστημα. Υπάρχει κατ' αρχήν μια τάση που και ο ίδιος ο Μαρξ είχε διαπιστώσει ως «οικονομία στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου»ς ας αναφέρουμε εδώ την ανακύκλωση των αποβλήτων σαν παράδειγμα αποφυγής της σπατάλης στη χρήση των πρώτων υλών. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε τη χρήση ευνοϊκότερων για το περιβάλλον τεχνολογιών και μεθόδων παραγωγής εφόσον και μόνο εφόσον συντείνουν στην αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ενδεικτική είναι εδώ η αντικατάσταση του μαζούτ από το φυσικό αέριο, όπου η μείωση της ρύπανσης είναι «παραπροϊόν» του φθηνότερου καυσίμου και όχι της οικολογικής ευαισθησίας του κεφαλαίου. Τέλος, μια τρίτη αυθόρμητη τάση που συνδέεται με τις δυνατότητες κερδοφορίας αλλά και υποβοηθείται από μια κρατική πολιτική είναι η ανάπτυξη βιομηχανιών μέσων αντιρρύπανσης.

Αν συγκρίνουμε τις δυο αυτές τάσεις και με στήριγμα έστω και την απλή προσωπική μας εμπειρία, εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι η πρώτη τάση είναι σαφώς η κυρίαρχη. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και μπορεί να συνοψισθεί σε μια προϊούσα πορεία χειροτέρευσης του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Όμως μπορούμε απ' αυτό να συνάγουμε ανενδοίαστα ότι έχει ήδη δρομολογηθεί μια πορεία όπου το κεφάλαιο οδηγεί την ανθρωπότητα στην καταστροφή και άρα, υποσκάπτοντας τους ίδιους τους όρους ύπαρξης του. αυτοκαταστρέφεται; Προτού δώσουμε μια καταφατική απάντηση που ίσως αυθόρμητα προβάλλει είναι νομίζουμε χρήσιμο να δούμε ένα παράδειγμα από την ιστορία των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμό«, που οι κάποιες αναλογίες του με τη σημερινή συγκυρία μπορούν να βοηθήσουν στην ορθή απάντηση του ερωτήματος.

Η βουλιμία του κεφαλαίου που φθάνει μέχρι και την υπονόμευση των φυσικών όρων αναπαραγωγής του έχει ήδη καταγραφεί τόσο στα πλαίσια της πρωταρχικής συσσώρευσης όσο και στις ανακατατάξεις που έγιναν τον προηγούμενο αιώνα, αλλά και συνεχίζονται μέχρι σήμερα αναφορικά με τους όρους εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης. Η εγγενής τάση του ατομικού κεφαλαίου για χωρίς όρια εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης με τη δεκαπεντάωρη εργάσιμη μέρα τη βδομάδα οκτώ ημερών, την παιδική εργασία κλπ. έφερε την εργατική δύναμη στα όρια της φυσικής εξόντωσης. Οι εργατικοί αγώνες για περιορισμό της εργάσιμης μέρας και εξασφάλιση των στοιχειωδών όρων αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης έφεραν στο προσκήνιο ως αντίρροπη τάση, τάση που στην ουσία προσπαθεί να διασφαλίσει το μακροπρόθεσμο συμφέρον του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, την πολιτική μείωσης της διάρκειας της εργάσιμης μέρας. Φορέας της πολιτικής αυτής ήταν το κράτος.

Η πολιτική μείωσης της εργάσιμης μέρας καταγράφηκε καθαρά στην εργοστασιακή νομοθεσία στην Αγγλία του προηγούμενου αιώνα, που συνέχεια της αποτελεί και η σημερινή κοινωνική νομοθεσία, το Κράτος Πρόνοιας κλπ. Μέσα από τη νομοθεσία αυτή το καπιταλιστικό κράτος ανέτρεψε σταδιακά την καταστροφική βουλιμία του μεμονωμένου ατομικού κεφαλαίου.

Το κράτος λοιπόν συμβάλλει αποφασιστικά με τους μηχανισμούς του (έργα υποδομής, δίκαιο, διοίκηση) στη δημιουργία των γενικών όρων διευρυμένης αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Όπως στο παραπάνω παράδειγμα επίδικο αντικείμενο είναι η διαχείριση της εργατικής δύναμης, έτσι και στο παράδειγμα που εξετάζουμε, το ζητούμενο είναι η διαχείριση του περιβάλλοντος υπό την εξής έννοιας η κρίση του περιβάλλοντος που στη βάση της βρίσκεται η τάση του ατομικού κεφαλαίου για αύξηση της κερδοφορίας υπονομεύει μακροπρόθεσμα τη διευρυμένη αναπαραγωγή της κοινωνίας άρα και της καπιταλιστικής εξουσίας. Εδώ είναι και το σημείο που προκρίνει την κρατική παρέμβασης το κράτος παρεμβαίνει για να διαχειριστεί το πρόβλημα μέσα στα όρια που επιβάλλει η εκάστοτε συγκυρία. Ας δούμε όμως το ζήτημα πιο συγκεκριμένα.

Το κράτος, εφόσον αντιστρατεύεται την αυθόρμητη τάση του ατομικού κεφαλαίου, είναι ανάγκη να ανάγει την αντιρρύπανση σε κοινωφελές έργο, άρα να αναλάβει τις δαπάνες για την κατασκευή των κοινωφελών έργων υποδομής που θα περιορίζουν τις συνέπειες της ρύπανσης. Οφείλει να παρέμβει ακόμα διοικητικά αναλαμβάνοντας τη χωροθέτηση κάτω από την οπτική διαχείρισης της περιβαλλοντικής κρίσης (βιομηχανικές ζώνες, εστίες πράσινου κλπ.). Τέλος η κρατική παρέμβαση προεκτείνεται και στο επίπεδο του νομοθετικού έργου, που οφείλει να βρει τρόπους για τη μείωση των συνεπειών της κρίσης του περιβάλλοντος με λελογισμένη αύξηση του κόστους παραγωγής και με την τήρηση των βασικών αρχών του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος φροντίζει να πριμοδοτεί την αντίρροπη τάση που είναι εγγενής στην ίδια την καπιταλιστική παραγωγής θα πριμοδοτήσει τις μεθόδους «οικονομίας στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου» που μειώνουν την επιβάρυνση του περιβάλλοντος, τη χρήση ευνοϊκότερων για το περιβάλλον τεχνολογιών και μεθόδων παραγωγής που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, και τέλος θα επιδοτήσει τις βιομηχανίες ειδών αντιρρύπανσης. Και επειδή η. πολιτική αυτή του κράτους εγγράφεται μέσα στη συγκυρία και τους όρους που αυτή επιβάλλει στη διαδικασία υπεραξίωσης του κεφαλαίου είναι χρήσιμο να δούμε από ποιους συντελεστές εξαρτάται αυτή η πολιτική αντιρρύπανσης ή ακόμα και ποιος πληρώνει τους φόρους για την επιδότηση της κρατικής πολιτικής αντιρρύπανσης.

Η κρατική πολιτική αντιρρύπανσης είναι άμεσα εξαρτημένη από τη φάση του καπιταλιστικού κύκλου. Στην υψηλή φάση του κύκλου είναι αυξημένες οι δυνατότητες άσκησης αυτής της πολιτικής, ενώ στη χαμηλή φάση ή σε περίοδο κρίσης υπερσυσσώρευσης όπως σήμερα η δυνατότητα αυτή εμφανίζεται μειωμένη. Ειδικότερα, η παρέμβαση αυτή θα πρέπει να εξασφαλίζει κάποιους γενικούς όρους συμπίεσης του εργατικού κόστους, ή αντίστοιχα να παρέχει τη δυνατότητα η αύξηση κόστους να εκμηδενίζεται από αντίστοιχες παραγωγικές επενδύσεις που θα αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, δυνατότητα που στη σημερινή φάση είναι ιδιαίτερα μικρή. Ακόμα η συρρίκνωση των εσόδων του κράτους στην κρίση περιορίζει τη δυνατότητα του να επιδοτεί την αντιρρύπανση και εμφανίζεται ως αναντιστοιχία ανάμεσα σε κυβερνητική βούληση και αντικειμενικές δυνατότητες της κρατικής μηχανής. Αυτή την υπαγωγή της κρατικής πολιτικής στη λογική της φάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης μπορούμε να την εντάξουμε στην αντιφατική λειτουργία του κράτους ως εκφραστή του γενικού μακροπρόθεσμου συμφέροντος του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Μια αντίφαση ανάμεσα στη λειτουργία του κράτους για τη δημιουργία των γενικών όρων της κερδοφορίας του κεφαλαίου και την παρέμβαση του στην κατεύθυνση της αντιρρύπανσης, ως προϋπόθεση της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης άρα και του συστήματος.

Συνεκτιμώντας λοιπόν και τις δυο όψεις της κρίσης του περιβάλλοντος και της κρατικής παρέμβασης καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για μια νομοτελειακή πορεία προς την καταστροφή, αλλά για τη διαχείριση της περιβαλλοντικής κρίσης και, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της διαχείρισης των όρων αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, πρόκειται για μια διαχείριση της αθλιότητας. Γίνεται ακόμα φανερό ότι η διαχείριση της περιβαλλοντικής κρίσης δεν ανάγεται μόνο σε μια σύγκρουση κεφαλαίου εργασίας, αλλά πρόκειται ταυτόχρονα για μια ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση ανάμεσα σε κεφαλαιοκρατικές μερίδες ή τάσεις του ατομικού κεφαλαίου και τα συμφέροντα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Αυτά βέβαια δεν λέγονται για να θεωρηθεί το ζήτημα λήξαν και να τεθεί στις καλένδες για την ώρα της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά για να αναγνωρισθεί κατ αρχήν το κοινωνικό έδαφος πάνω στο οποίο διεξάγεται η όλη οικολογική συζήτηση. Ακριβώς το γεγονός ότι η πλειοψηφία των οικολογικών ομάδων δεν αντιλαμβάνεται το κοινωνικό υπόστρωμα της οικολογικής κρίσης οδηγεί στην κυριαρχία αστικών ιδεολογιών σχετικά με το οικολογικό ζήτημα: ιδεολογίες «ηθικού» χαρακτήρα αναδύονται και συμπεράσματα θεωρητικά και ιδεολογικά συνάγονται που προσπαθούν να καταδείξουν τον «υπερταξικό» χαρακτήρα του προβλήματος ή και την ατέλεια και ανεπάρκεια του μαρξισμού στο ζήτημα αυτό.

Όμως χρέος του οργανωμένου εργατικού κινήματος είναι να σπάσει τα στεγανά της ενδοκαπιταλιστικής αντίθεσης και να υπερβεί το πλαίσιο που ορίζει το σύστημα: αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το οικολογικό ζήτημα πρέπει να τεθεί μέσα από διαδικασίες κινήματος και όχι με την οπτική των ειδικών που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αναπαράγουν τους όρους της κρατικής διαχείρισης. Μόνο αν το ζήτημα της οικολογίας γίνει υπόθεση του εργατικού κινήματος μπορεί να μπολιαστεί με τη σοσιαλιστική ιδεολογία και να ξεφύγει από τα ασφυκτικά πλαίσια της κρατικής διαχείρισης της οικολογικής αθλιότητας. Όμως, στη διαδικασία συγκρότησης ενός οικολογικού κινήματος και στη συνάντηση του με τις πρακτικές του εργατικού κινήματος παρεμβάλλονται εμπόδια που παραπέμπουν στην προβληματική σχέση Αριστεράς και Οικολογίας.

Οι σχέσεις Αριστεράς και Οικολογίας είναι τουλάχιστον προβληματικές, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την ιστορική σχέση των δυο ρευμάτων. Η παραδοσιακή Αριστερά ήταν μέχρι πρόσφατα χωρίς όρους λάτρης της θεωρίας της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (ETE) και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Είχε λοιπόν το οικολογικό αίτημα παρέμβασης στην περιβαλλοντική κρίση μεταβληθεί σε αποπαίδι στα προγράμματα της μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '70 αρχές του '80. Παράλληλα, τα νέα οικολογικά ρεύματα αναπτύχθηκαν σε ορισμένες χώρες ενάντια και σε πείσμα της οικολογικής αναισθησίας των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, ενμέρει πιθανά με τη βοήθεια του εκτός των κομμάτων αριστερού χώρου. Οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» τέλος, λειτουργώντας σε μια αποθέωση της λογικής της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και λόγω της απουσίας οργανωμένης αντιπολίτευσης εξώθησαν την περιβαλλοντική κρίση στα άκρα, υποβαθμίζοντας συχνά το περιβάλλον σε παράγοντα που υπεισέρχεται στην παραγωγή μόνο μέσω του κόστους του. Αυτή η σχηματική παράθεση κάποιων όψεων που στοιχειοθετούν τη σχέση Αριστεράς και Οικολογίας κάνει ιδιαίτερα σαφές πόσο πλασματική είναι η σημερινή υιοθέτηση μέχρι σημείου ταύτισης του οικολογικού αιτήματος από τα αριστερά κόμματα, πράγμα που εκφράστηκε με το αυταπόδεικτο, υποτίθεται, σλόγκαν: «Δεν μπορεί να είναι κανείς σήμερα κομμουνιστής (αριστερός) αν δεν είναι οικολόγος, και δεν μπορεί κανείς να είναι σήμερα οικολόγος αν δεν είναι κομμουνιστής (αριστερός)». Πέρα από το γεγονός ότι η σημερινή πραγματικότητα πιστοποιεί ακριβώς το αντίθετο (και κομμουνιστές υπάρχουν που είναι «αντιοικολόγοι», αλλά και οικολόγοι που είναι αντικομμουνιστές), μια τέτοια κατηγορηματική ταύτιση θα προϋπέθετε ότι έχει γίνει μια αυτοκριτική αποτίμηση της μέχρι σήμερα πορείας καθώς και μια ανάλυση των αιτιών που επέβαλαν τη σημερινή αλλαγή στάσης. Αντί γι' αυτό έχουμε βέβαια μια σιωπή όλο νόημα και μια υπόκλιση στις αυθόρμητες στάσεις που αναδεικνύει η συγκυρία. Έτσι, χωρίς σοβαρή κριτική και αυτοκριτική, μέσα στο γενικότερο χώρο της Αριστεράς και της Οικολογίας συνυπάρχουν δυο αντικρουόμενες στάσεις:

Η πρώτη, η παραδοσιακή, που αναλύει «ταξικά» το ζήτημα αποδίδει την καταστροφή της φύσης στον καπιταλισμό και προαναγγέλλει το τέλος αυτής της υπερεκμετάλλευσης στο σοσιαλισμό. Είναι γνωστό ότι η τάση αυτή είναι σε υποχώρηση μετά τις οικολογικές καταστροφές στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού (Τσερνομπίλ κλπ.), αλλά και μετά τις καταστροφικές όψεις για την οικολογική ισορροπία (αλλά όχι μόνο) του υποτιθέμενου χωροταξικού σχεδιασμού τύπου Ρουμανίας (εξαφάνιση των χωριών της ουγγρικής μειονότητας).

Η δεύτερη, η νεωτεριστική, που προσδιορίζει «υπερταξικά» τις παραμέτρους του ζητήματος, λακτίζει αδιακρίτως δεξιά και αριστερά καθώς αποδίδει ευθύνες για τις οικολογικές καταστροφές. Καπιταλισμός και σοσιαλισμός έχουν την ίδια οργάνωση της «βιομηχανικής» κοινωνίας, και αυτό που θα χρειαζόταν κατά την άποψη αυτή θα ήταν μια περισσότερο ή καθ' ολοκληρία νατουραλιστική προσέγγιση στο ζήτημα, και επίσης η ανεξαρτητοποίηση της οικολογικής ευαισθησίας από την τρέχουσα πολιτική, που αναπαράγει τα ίδια αδιέξοδα. Δυστυχώς, η φαινομενολογική προσέγγιση δίνει μια σειρά προφανή επιχειρήματα στην άποψη αυτή, για να μην πούμε ότι η άκριτη χωρίς ίχνος αυτοκριτικής οικολογική στροφή της Αριστεράς καταδεικνύει τον πολιτικάντικο χαρακτήρα της και επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.

Η σχέση λοιπόν Αριστεράς και Οικολογίας είναι αντιφατική, και στη σημερινή φάση η κυρίαρχη όψη της αντίφασης καταγράφεται υπέρ της δεύτερης άποψης, όπως αυτό φαίνεται και από τις μετατοπίσεις που γίνονται σε διεθνή κλίμακα υπέρ των «απολίτικων» οικολογικών ρευμάτων. Αυτό που στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να κάνουμε είναι να καταγράφουμε τα αίτια αυτής της μετατόπισης καθώς και τις προοπτικές που διαγράφονται για την υπέρβαση των τάσεων που οδηγούν την Αριστερά στην ηγεμόνευση από τις απολίτικες οικολογικές ιδεολογίες.

Ο πρώτος λόγος για την υποχώρηση της Αριστεράς μπροστά στις απολίτικες οικολογικές ιδεολογίες συναρτάται με τη βασική θεωρητική της ανεπάρκεια. Πρώτα στο γενικό θεωρητικό επίπεδο, ο υποβιβασμός του μαρξισμού σε μια ιδεολογία του παραγωγισμού και σε λατρεία της ETE δημιουργεί τους όρους για το μακροχρόνιο λήθαργο της Αριστεράς απέναντι στη λεηλασία της φύσης και την υποβάθμιση του δομημένου περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα όμως, και αυτό δεν είναι τόσο προφανές, αδυνατεί η Αριστερά να συλλάβει την κρίση του περιβάλλοντος από την όψη της λειτουργίας του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, δηλαδή από την πλευρά της διαχείρισης της κρίσης από το κράτος. Έτσι απολυτοποιεί στην αρχή την πλευρά του ατομικού κεφαλαίου και της λεηλασίας, ενώ την κρατική παρέμβαση τη θεωρεί σχεδόν ανατρεπτική. Στη συνέχεια βέβαια και ενώ τα τελευταία χρόνια η κρατική παρέμβαση γίνεται όλο και πιο αισθητή πάλι αδυνατεί να συλλάβει το χαρακτήρα της, ότι δηλ. είναι νομοτελειακά διαχείριση της αθλιότητας, και την εντάσσει στα πλαίσια του κυβερνητισμού. Τα πάντα λοιπόν είναι θέμα συνδιαχειριστικής πολιτικής βούλησης - που λείπει στις αστικές δυνάμεις και περισσεύει στην Αριστερά -, άρα και η κρατική διαχείριση δεν αναγνωρίζεται ως η δευτερεύουσα όψη της περιβαλλοντικής κρίσης, αλλά ως γνήσια αντίθεση που θα δαμάσει το πρόβλημα. Η καθήλωση λοιπόν της Αριστεράς και η πολιτική της ηγεμόνευση από τις κρατικές και οικολογικές ιδεολογίες συντελείται μέσα από το ιδεολογικό δίπτυχος παραγωγισμός ΕΤΕ κυβερνητισμός συνδιαχείριση.

Αν όμως αυτά είναι τα γενικά χαρακτηριστικά της στάσης της Αριστεράς απέναντι στο οικολογικό αίτημα, εντούτοις κάποια νεώτερα δεδομένα που συνδέονται με τις αντικρατικές νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές μετατοπίσεις της δεκαετίας του '80 έχουν κι αυτά σημαδέψει τον αριστερό οικολογικό λόγο. Μια που το κράτος «πρέπει να υποχωρήσει από την ασφυκτική παρουσία του στην κοινωνική ζωή», η προτεραιότητα δίνεται τώρα στην επιχειρηματικότητα και την ατομική πρωτοβουλία. Η Αριστερά υποχρεώνεται να υποχωρήσει από την αρχική της θέση για οικολογική παρέμβαση μέσα από τη συνδιαχείριση και να αναγνωρίσει τον αυτόνομο «πολιτικό» ρόλο των οικολογικών ρευμάτων. Τα τελευταία χρόνια η Αριστερά αρχίζει να μιλάει τη γλώσσα της συνεργασίας με τα οικολογικά ρεύματα που καθιερώνονται έτσι ως αυτοτελή «πολιτικά» υποκείμενα με ιδιόκτητο «πολιτικό» χώρο, για να μην αναφέρουμε και τις περιπτώσεις που η Αριστερά υπάγεται ως συνιστώσα του ευρύτερου «οικολογικού» ρεύματος. Η κατάτμηση του πολιτικού οδηγεί στην αυτονόμηση των «πολιτικών» υποκειμένων και η παραπέρα διάταξη των σχημάτων είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων.

Οι συγκεκριμένες αριστερές προτάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος χωρίς την υπαγωγή τους στην προοπτική του οργανωμένου εργατικού κινήματος και χωρίς κινηματική βάση είναι προτάσεις - πιθανά χωρίς αντίκρυσμα - στη βάση του «κοινωνικά συγκεκριμένου», δηλ. της λογικής του κεφαλαίου, προτάσεις για την κρατική διαχείριση της περιβαλλοντικής αθλιότητας. Στη χειρότερη περίπτωση αναρτώνται προς κοινή θέα ως πιστοποιητικό του ασυμβίβαστου της υπεράσπισης των θέσεων εργασίας και της προστασίας του περιβάλλοντος ταυτόχρονα, στην καλύτερη εντάσσονται «οργανικά» σε κάποιο μακρόπνοο σχέδιο οργάνωσης ρυθμιστικών παρεμβάσεων στη χωροταξία του Α προαστίου, της Β υποβαθμισμένης περιοχής κλπ., πάντα με σεβασμό στις άμεσες ανάγκες συσσώρευσης του Χ κεφαλαίου και πάντα οργανώνοντας τα συμφέροντα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και εξασφαλίζοντας την ομαλή διευρυμένη αναπαραγωγή της κοινωνίας στη βάση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας.

Τέλος η συγκάλυψη της λειτουργίας της κρατικής διαχείρισης της περιβαλλοντικής αθλιότητας μέσα από την «πολιτική» των αριστερών ειδικών αφήνει αναξιοποίητο το στοιχείο που δυνάμει μπορεί να πολιτικοποιήσει το οικολογικό αίτημα: την αναφορά του στο κράτος ως έκφραση της πολιτικής ταξικής εξουσίας κι όχι ως «ανίκανης» ή «ανέντιμης» διαχείρισης των «κοινών». Η αντιμετώπιση του κράτους χωρίς αριστερή πολιτική, αλλά με την «πολιτική» των ειδικών δεν μένει ατιμώρητης το νέφος της Αθήνας αφορά 3 εκατομμύρια κατοίκους του λεκανοπεδίου, αλλά η «πολιτική» των ειδικών που καταγγέλλουν το «ανίκανο» κράτος μαζεύει στους δρόμους 3 χιλιάδες «πολίτες». Αυτό σαν υποσημείωση που υπογραμμίζει ότι η απουσία αριστερής πολιτικής δεν αφήνει απλά ένα κενό στη θέση της, αλλά είναι εφαλτήριο για την ηγεμονία της ιδεολογίας της κοινωνικής ειρήνευσης, του εξατομικευμένου «πολίτη» και της διαχείρισης της περιβαλλοντικής αθλιότητας και από τους «αριστερούς» ειδικούς.

Για όλα αυτά που προαναφέραμε είναι νομίζουμε προφανές ότι το οικολογικό αίτημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ένα διορθωτικό στοιχείο στην διαχείριση της περιβαλλοντικής κρίσης, ένα αίτημα με αποδέκτη το κράτος έστω και με διαμεσολάβηση της Αριστεράς. Δεν μπορεί να εγγραφεί στο εσωτερικό της κρατικής πολιτικής κατά τον ίδιο τρόπο που οι εργατικοί αγώνες δεν μπορούν να εγγραφούν απλώς στο εσωτερικό των νόμων κίνησης του κεφαλαίου. Ακριβώς όπως οι εργατικοί αγώνες τείνουν να αναφέρονται στην αυτόνομη εκπροσώπηση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, έτσι και το οικολογικό αίτημα πρέπει να αυτονομηθεί από την ενδοκαπιταλιστική αντίθεση ατομικού και συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Και επειδή η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας συγκροτεί, σε πείσμα των νεωτεριστών κάθε είδους, την κυρίαρχη αντίφαση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, είναι φανερό ότι το οικολογικό αίτημα πρέπει να γίνει αίτημα τον εργατικού κινήματος, αίτημα πολιτικό στην κατεύθυνση της συνολικής ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Η αριστερή πολιτική που φιλοδοξεί να ανατρέψει την κυριαρχία της κεφαλαιακής σχέσης, με όρους κινήματος, δεν μπορεί παρά να εντάξει στα πλαίσια της λογικής της και την ανατροπή της κρατικής διαχείρισης της περιβαλλοντικής κρίσης. Όσο η κεφαλαιακή σχέση είναι κυρίαρχη, όσο δηλαδή η «οικονομία» είναι κυρίαρχη πάνω στην «πολιτική», το οικολογικό αίτημα θα είναι ο φτωχός συγγενής στη φιέστα του κεφαλαίου. Η ανατροπή αυτής της κυριαρχίας μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την πολιτικοποίηση του οικολογικού αιτήματος. Σπέρματα αυτής της ανατροπής ενυπάρχουν στην Αριστερά που έχει σα στόχο την κοινωνική ανατροπή, γι' αυτό και η σχέση της Αριστεράς με την Οικολογία δεν μπορεί να είναι: ούτε μια Αριστερά που ασχολείται και με οικολογικά ζητήματα, ούτε μια Αριστερά που αυτοδιαλύεται μέσα στην Οικολογία.

Η Αριστερά οφείλει να μετατρέψει το οικολογικό αίτημα σε υπόθεση του εργατικού κινήματος, να το πολιτικοποιήσει και να το εντάξει στην προοπτική ενός νέου τρόπου ζωής, στην προοπτική της ανατροπής της κρατικής διαχείρισης της περιβαλλοντικής κρίσης, μιας διαχείρισης της κοινωνικής αθλιότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: