Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Οικολογική κρίση: Μία μαρξιστική ανάλυση

του Κώστα Σκορδούλη

Με αφορμή την επαναφορά στη συζήτηση της καταστροφής της Φουκοσίμα, μετά τις νέες αποκαλύψεις για τις διαρροές στο νερό, αλλά και τη διαρκώς επίκαιρη συζήτηση για το περιβάλλον και την ανάπτυξη δημοσιεύουμε το παρόν κείμενο του Κώστα Σκορδούλη. Εμπεριέχεται στην έκδοση Τετράδια Ανυπόταχτης Θεωρίας #1, που εκδόθηκε τον Ιούνη του 2012.



Εισαγωγή

Το γεγονός της όλο και εντεινόμενης καπιταλιστικής κρίσης και ο τρόπος που αυτή εκφράζεται μέσα από την άνευ προηγουμένου επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει να υποβαθμίσουμε ένα ιδιάζον και μόνιμο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής κρίσης: την οικολογική κρίση.

Το άρθρο αυτό θα προσπαθήσει να αναδείξει τις δύο σημαντικότερες εκφάνσεις της οικολογικής κρίσης την περασμένη περίοδο: α) τη διαρκώς εντεινόμενη «κλιματική αλλαγή» και β) το πρόβλημα της πυρηνικής ενέργειας όπως αυτό αναδείχθηκε με το «ατύχημα» στη Φουκουσίμα.

Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται μια μαρξιστική ανάλυση της οικολογικής κρίσης η οποία αγγίζει τον πυρήνα ενός γενικότερου θεωρητικού προβληματισμού για τη σχέση της οικολογίας με το μαρξισμό.


1. Οι κλιματικές αλλαγές



Οι δραστηριότητες που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγή ενέργειας και τις μεταφορές και οι γεωργικές δραστηριότητες που συμβάλλουν στην μεγάλης κλίμακας καταστροφή των δασών, αποτελούν την βασική αιτία της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι δραστηριότητες αυτές ευθύνονται για την έκλυση στην ατμόσφαιρα 7 δισεκατομμυρίων τόνων αερίων (CO2, CH4, N2Ο) ανά έτος τα οποία έχουν καταλυτική επίδραση στο «Φαινόμενο του Θερμοκηπίου». Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ποσότητας δεν μπορεί να ανακυκλωθεί με αποτέλεσμα το φαινόμενο του Θερμοκηπίου το οποίο διατηρεί τη θερμοκρασία του πλανήτη σε επίπεδα που επιτρέπουν τη διατήρηση της ζωής, να γίνει εντελώς ανεξέλεγκτο, διαταράσσοντας το κλιματικό σύστημα.

Η υπερθέρμανση αποτελεί μία μόνο από τις όψεις του προβλήματος. Οι διαταραχές του υδρολογικού κύκλου αποτελούν επίσης μια αιτία διαταραχής του κλίματος, καθώς προκαλούν μεταβολές στο ρυθμό εξάτμισης των υδάτινων μαζών αυξάνοντας τον αριθμό και την ένταση των τροπικών καταιγίδων.

Η Διεθνής Επιτροπή του ΟΗΕ για τις κλιματικές αλλαγές (IPCC) υπολόγισε ότι τον 20ο αιώνα η αύξηση της θερμοκρασίας στο πλανήτη ήταν 0,6 0C κατά μέσο όρο. Τον 21ο αιώνα και έως το 2095, η IPCC προβλέπει ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα κυμανθεί από 1,1 ως 6,4 0C και ότι η στάθμη της θάλασσας θα ανέβει έως και 80 cm. Αν η υπερθέρμανση ενταθεί, υπάρχει το ενδεχόμενο να λειώσουν τα ανώτερα στρώματα των πάγων της Γροιλανδίας γεγονός που θα οδηγήσει σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 6 – 7 μέτρα. Οι διαταραχές στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς του περιβάλλοντος του πλανήτη θα γίνονται αισθητές καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη να ενσωματωθούν τα οικολογικά προτάγματα στην προοπτική μιας νέας οργάνωσης των κοινωνιών.

2. Η πυρηνική ενέργεια

Τα οικονομικά συμφέροντα των πολυεθνικών επιβάλλουν την ολοένα και με ταχύτερους ρυθμούς εφαρμογή νέων τεχνικών παραγωγής χωρίς καμία προηγούμενη αξιολόγηση των συνεπειών τους που αποδεδειγμένα επιφέρουν ανεπανόρθωτες καταστροφές στο περιβάλλον όπως στην περίπτωση του πυρηνικού ατυχήματος στη Φουκουσίμα.

Η πυρηνική βιομηχανία στην Ιαπωνία, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, βασίζεται στο κέρδος, δίνοντας στους ιδιοκτήτες των εταιρειών, στους προμηθευτές και στους φορείς εκμετάλλευσης της ενέργειας ένα συνεχές κίνητρο για να παρακάμψουν τους κανόνες ασφάλειας.

Ο αντιδραστήρας της Φουκουσίμα βασίζεται σε τεχνολογία σχεδιασμού της General Electric πριν από 40 χρόνια. Αυτός ο τύπος, που είναι ήδη ξεπερασμένος, βρίσκεται σε άλλες 6 πυρηνικές εγκαταστάσεις στην Ιαπωνία και σε τουλάχιστον 21 στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η εταιρεία εκμετάλλευσης του συγκροτήματος Φουκουσίμα, η TEPCO, έχει ένα αμαρτωλό παρελθόν όσον αφορά τη συμμόρφωση με τους κανόνες ασφαλείας. Το 2003, οι 17 πυρηνικοί σταθμοί της έκλεισαν προσωρινά λόγω ενός σκανδάλου που αφορούσε παραποιημένες εκθέσεις επιθεώρησης, ενώ το 2006 βγήκε στην επιφάνεια ένα άλλο σκάνδαλο που αφορούσε ψεύτικα στοιχεία τα οποία παρουσίασε η ίδια εταιρεία.

Οι επιστήμονες ήδη έχουν εκφράσει βαθιά ανησυχία για την ασφάλεια πολλών από τις πυρηνικές εγκαταστάσεις της Ιαπωνίας, ορισμένες από τις οποίες χρονολογούνται από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, μεταξύ των άλλων και για τη Φουκουσίμα, εδώ και πολύ καιρό, όπως και για το εργοστάσιο Hamaoka, μόλις 100 μίλια νοτιοδυτικά του Τόκιο.

Σε μια ορθολογικά σχεδιασμένη παγκόσμια οικονομία, η τοποθέτηση δεκάδων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στην πιο ενεργή γεωλογικά ζώνη του πλανήτη και σε μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του θα θεωρούταν παραφροσύνη. Αλλά για την καπιταλιστική οικονομία του ανταγωνισμού των εθνών-κρατών, και συγκεκριμένα για την ιαπωνική αστική τάξη, είναι περισσότερο επιτακτική η ανάγκη για την επίτευξη εσωτερικής ενεργειακής επάρκειας, καθώς η χώρα δεν διαθέτει κοιτάσματα πετρελαίου, φυσικού αερίου ή άνθρακα.

Επιπλέον, η ιαπωνική άρχουσα τάξη είχε πικρή εμπειρία με προηγούμενες ενεργειακές κρίσεις πολύ πριν από το 1973. Ήδη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού για την έναρξη προληπτικού πολέμου κατά των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν το εμπάργκο της κυβέρνησης Roosevelt σε καύσιμα ως αντίποινα για την ιαπωνική επίθεση στην Κίνα.

Η συζήτηση, βέβαια, δεν αφορά μόνο την Ιαπωνία, δεδομένου ότι ήδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούν 143 εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας εγκατεστημένα σε έξι κράτη-μέλη που παράγουν περίπου το 34% της χρησιμοποιούμενης ηλεκτρικής ενέργειας.

Με αφορμή τα ατυχήματα στα πυρηνικά εργοστάσια του Harrisburg (Βρετανία) και του Three Mile Island (ΗΠΑ) τη δεκαετία του ’70 αλλά και του Τσερνομπίλ το 1986, τέθηκε από το αντιπυρηνικό κίνημα το ζήτημα της ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων. Η συζήτηση συνδεόταν και με το ζήτημα των πυρηνικών εξοπλισμών και το ενδεχόμενο ενός παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου, όπως και τις επαπειλούμενες καταστροφές. Η συζήτηση αλλά και η δράση ενάντια στις πυρηνικές εγκαταστάσεις έρχεται σήμερα ξανά στην επικαιρότητα.

Για τους επαναστάτες μαρξιστές, βασικό ζήτημα είναι ο κεντρικός έλεγχος των ενεργειακών πόρων. Όσο η παραγόμενη ενέργεια ελέγχεται κεντρικά από τις εταιρείες του κράτους και του ιδιωτικού τομέα, δεν είναι δυνατόν να πραγματωθεί ο βασικός στόχος της πολιτικής του οικολογικού κινήματος για την ενεργειακή αυτονομία των πολιτών και των κοινοτήτων, καθώς δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Το αίτημα για ενεργειακή αυτονομία των πολιτών και των κοινοτήτων, που συμπυκνώνεται στο αίτημα για εργατικό έλεγχο στα συστήματα παραγωγής και διανομής ενέργειας, είναι το βασικό μεταβατικό αίτημα σε αυτή τη φάση του «Ύστερου Καπιταλισμού».

3. Οικολογική Κρίση



Η βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα αύξησε κατά πολύ το επίπεδο εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων υπονομεύοντας σοβαρά την υγεία όχι μόνο των εργαζομένων στα εργοστάσια αλλά και γενικά όλων των κατοίκων των πόλεων. Εξαπολύθηκε μια καθολική επίθεση στη φύση με σκοπό την όσο δυνατόν αποδοτικότερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, γεγονός που κλόνισε τις οικολογικές ισορροπίες.

Και όμως η οικολογική κρίση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, δεν είναι η γραμμική έκβαση της βιομηχανικής ανάπτυξης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Είναι αποτέλεσμα ενός ποιοτικού άλματος που έχει άμεση σχέση με τη γενίκευση της χρήσης του πετρελαίου και με την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας που τροφοδοτήθηκε από την εντατικοποίηση της γεωργίας. Από τη δεκαετία του 1970, το ποιοτικό αυτό άλμα έχει αποκτήσει ακόμη πιο εντυπωσιακές διαστάσεις λόγω της ανεξέλεγκτης εκβιομηχάνισης του «Τρίτου Κόσμου».

Η οικολογική κρίση, αν και δημιουργεί νέα προβλήματα που αναζητούν άμεση λύση, δεν βάζει στο περιθώριο τα παραδοσιακά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Αντίθετα όλα τα στοιχεία της κρίσης είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Η οικολογική κρίση είναι ένα φαινόμενο που συνεχώς εντείνεται και οδηγεί, προς το παρόν, σε τοπικές καταστροφές. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι καταστροφές αυτές είναι μη αναστρέψιμες, σ’ άλλες περιπτώσεις είναι δυνατόν να αναστραφούν είτε βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Αυτό εξαρτάται από τις συνειδητές επιλογές που θα κάνουν οι ανθρώπινες κοινωνίες, δηλαδή σε τελική ανάλυση από την έκβαση των ταξικών συγκρούσεων.

Μολονότι δε μπορεί να ξεφύγει από τους νόμους της φύσης, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με τη φύση και τις εξελικτικές της διαδικασίες. Για το κεφάλαιο, μόνο η ποσοτική σχέση μεταξύ χρόνου εργασίας και χρήματος, στο πλαίσιο του νόμου της αξίας, έχει σημασία.

Η καπιταλιστική παραγωγή βασίζεται στην ολοκλήρωση των διαδικασιών του οικονομικού κύκλου στο μικρότερο δυνατό χρόνο με σκοπό να αποσβεστεί το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους σταθερούς χρόνους ανανέωσης των φυσικών πόρων (των βιογεωχημικών κύκλων) οι οποίοι έχουν σταθερούς χρόνους διάρκειας πολλές φορές χιλιάδων ετών. Η χρονική ασυμβατότητα του οικονομικού με τους βιογεωχημικούς κύκλους είναι η αιτία της οικολογικής κρίσης.

Θα πρέπει οι εργαζόμενοι να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι η έλλειψη λογικής του συστήματος που προκαλεί την καταστροφή του περιβάλλοντος, αλλά η ίδια η λογική που βρίσκεται πίσω από το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Γι’ αυτό οι διακηρύξεις για μια «αειφόρο ανάπτυξη», δε μπορεί παρά να διαψεύδονται από τη λογική του κεφαλαίου: «αειφόρος ανάπτυξη» και νόμος της αξίας αποκλείονται αμοιβαία.

Όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις της ρύπανσης των νερών, της ατμόσφαιρας και του εδάφους, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις αποποιούνται των ευθυνών τους με συνέπεια το περιβάλλον να πληρώνει το τίμημα. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός οδηγεί σε περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής, αποκαλύπτοντας ότι μια σημαντική ποσότητα πρώτων υλών έχει επενδυθεί σε προϊόντα που δε μπορούν να πουληθούν.

Ο έλεγχος της οικολογικής κρίσης απαιτεί χρόνο και επενδύσεις που θα σήμαιναν την αναίρεση βασικών θεωρήσεων για τον κύκλο του κεφαλαίου. Ακριβώς όπως και στις κλασικές οικονομικές κρίσεις, οι εργαζόμενοι καλούνται να φέρουν το μεγαλύτερο βάρος το οποίο τώρα είναι πολλαπλάσιο με δεδομένη την αλληλεπίδραση της οικονομικής κρίσης με την οικολογική.

Η συνειδητοποίηση της οικολογικής κρίσης έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της ιδέας ότι ο καπιταλισμός είναι ικανός να εγγυηθεί τη συνεχή «πρόοδο για όλους» και ότι η καταλήστευση της φύσης είναι αναγκαία καθώς και ότι όλα τα προβλήματα που έχουν σχέση με αυτήν μπορούν να λυθούν.

Τα τελευταία χρόνια, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται διάφορα οικονομικά προγράμματα σχετικά με την «οικολογική οικονομία της αγοράς». Μέχρι αυτή τη στιγμή όμως, οι απόπειρες ανα-προσανατολισμού του καπιταλισμού σε μια φιλική προς το περιβάλλον λειτουργία δεν έχουν ξεπεράσει το στάδιο του ευχολόγιου για τον απλούστατο λόγο, όπως τονίστηκε και παραπάνω, ότι η λογική του κέρδους είναι εντελώς ασύμβατη με μια πολιτική σεβασμού της φύσης και των λειτουργιών της.

4. Η σύνθεση του μαρξισμού με τη ριζοσπαστική οικολογική σκέψη



Ο οικολογικός προβληματισμός επανέφερε τις συζητήσεις για την ανάγκη της ριζικής αλλαγής του κοινωνικού συστήματος και την υιοθέτηση ενός διαφορετικού τρόπου ζωής και παραγωγής στη βάση των οικολογικών προταγμάτων.

Το θεμελιακό όμως επίτευγμα του οικολογικού κινήματος (δηλ. η ανάδειξη του μεγέθους της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης) είναι ταυτόχρονα και το όριό του.  Οι λύσεις που προβάλλονται από την πολιτική οικολογία για την αντιμετώπιση της οικολογικής καταστροφής του πλανήτη είναι ανεπαρκείς γιατί παραγνωρίζουν τον εγγενή δεσμό μεταξύ της οικολογικής καταστροφής και της λογικής του κέρδους που κυριαρχεί στον καπιταλισμό. Προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους που απειλούν το περιβάλλον είναι αναγκαίο να έλθουμε σε ρήξη με το υπάρχον οικονομικό σύστημα υποστηρίζοντας την προοπτική μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Σήμερα, η πρόταση για ένα οικολογικό σοσιαλισμό τείνει να ενταχθεί στον προγραμματικό λόγο της Αριστεράς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τη σύνθεση του μαρξισμού με τη ριζοσπαστική οικολογική σκέψη έχουν λυθεί ή ότι έχει υπάρξει μια γενικότερη συμφωνία σε μια σειρά από αντιπαραθέσεις που σημάδεψαν τις προηγούμενες δεκαετίες.

Παρακάτω θα παρουσιάσουμε μια από τις γονιμότερες προσεγγίσεις της σύνθεσης του μαρξισμού με την οικολογική σκέψη. Συγκεκριμένα τη θέση του James O’Connor, ιδρυτή και ιστορικού εκδότη του περιοδικού “Capitalism, Nature, Socialism”, ο οποίος υποστηρίζει ότι εκτός από τη βασική αντίθεση μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων, στον καπιταλισμό λειτουργεί και μια δεύτερη αντίθεση μεταξύ των σχέσεων παραγωγής και των συνθηκών παραγωγής.

5. Η “δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού”



Η θεώρηση του O’Connor βασίζεται στο έργο του Κ. Polanyi και αποδίδει την οικολογική κρίση στην παράλληλη λειτουργία αυτής της δεύτερης αντίθεσης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.

Ο James O’Connor περιγράφει τη λεγόμενη δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού ως εξής:

«Θα πρέπει να προσθέσουμε στην πρώτη αντίφαση του καπιταλισμού που εξέτασε ο Μαρξ (την αντίθεση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής) μια δεύτερη αντίφαση, την αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των συνθηκών παραγωγής, οι οποίες και αφορούν τους εργαζόμενους, τον αστικό χώρο και τη φύση. Με την ίδια του την επεκτατική δυναμική, το κεφάλαιο θέτει σε κίνδυνο ή καταστρέφει τις ίδιες του τις συνθήκες παραγωγής, αρχίζοντας από το φυσικό περιβάλλον».

Εξετάζοντας τη σχέση μεταξύ της οικονομίας, της φύσης, και της κοινωνίας, ο O’Connor υποστηρίζει ότι η περιβαλλοντική κρίση αποτελεί μια διαρκώς διογκούμενη απειλή για τον ίδιο τον καπιταλισμό. Οι μελέτες του καταδεικνύουν την ισχύ της μαρξιστικής ανάλυσης για την κατανόηση της περιβαλλοντικής και κοινωνικής ιστορίας.

Σύμφωνα με την κλασική μαρξιστική θεωρία, η κοινωνία αρθρώνεται σε δύο επίπεδα: το επίπεδο της οικονομικής (παραγωγικής) βάσης και το επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος. Αφενός μεν η οικονομική βάση καθορίζει το πολιτικό εποικοδόμημα, αφ’ ετέρου δε το εποικοδόμημα έχει επιπτώσεις στην οικονομική βάση. Με μια άλλη διατύπωση, οι δυνάμεις παραγωγής καθορίζουν τις σχέσεις παραγωγής αλλά και οι σχέσεις παραγωγής αντεπιδρούν στις δυνάμεις παραγωγής. Αυτή η διαλεκτική ανάλυση υποστηρίζει ότι η οικονομική βάση είναι η βάση ολόκληρης της κοινωνίας και επομένως ένας κοινωνικός μετασχηματισμός δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την αλλαγή της οικονομικής βάσης.

Ο O’Connor θεωρεί ότι στην κυρίαρχη αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, που εξέτασε ο Μαρξ, περιλαμβάνεται και μια δεύτερη αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των συνθηκών παραγωγής οι οποίες αφορούν τους εργαζόμενους, τον αστικό χώρο και τη φύση.

Ο Ο’Connor αναλύει την έννοια των συνθηκών παραγωγής. Το φυσικό περιβάλλον είναι η βάση των συνθηκών παραγωγής, δηλαδή των ανθρώπινων στοιχείων συμπεριφοράς, και των στοιχείων συμπεριφοράς της φύσης. Οι όροι του φυσικού περιβάλλοντος καθορίζουν την παραγωγή και αντίστροφα η παραγωγή έχει επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον. Αυτό το είδος διαλεκτικής ανάλυσης παρέχει μια στέρεη βάση για μια νέα επιστημονική μεθοδολογία. Η διαλεκτική επιστήμη θεωρεί τις αλλαγές ως κρίση μεταξύ αντιμαχόμενων παραδειγμάτων (με την ορολογία του T. S. Kuhn) και ότι όλα στον κόσμο είναι δυναμικά και διασυνδεδεμένα, αντίθετα από τη μηχανιστική επιστήμη που θεωρεί τα αντικείμενα του κόσμου στατικά.

Κατά την άποψη του Ο’Connor, η διαλεκτική ανάλυση αποδέχεται ότι τα πράγματα δεν είναι απόλυτα αλλά σχεσιακά (συνδέονται μεταξύ τους με συγκεκριμένες σχέσεις). Επίσης σε όλες τις θεωρίες και τις ιδέες πρέπει να αποδοθεί ένας ιστορικός και κοινωνικός χαρακτήρας, με άλλα λόγια οι θεωρίες και οι ιδέες εκφράζονται και λειτουργούν σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο.

Ένα από τα χαρακτηριστικά του έργου του O’Connor είναι η αποδοχή ότι υπάρχουν φυσικά όρια στην επέκταση της παραγωγής. Αυτό βασίζεται στην αποδοχή ότι η χρήση πρώτων υλών δεν είναι ανεξάντλητη. Με άλλα λόγια τα συμβατικά ενεργειακά αποθέματα του πλανήτη αλλά και οι φυσικοί πόροι είναι πεπερασμένοι και ως εκ τούτου η ανάπτυξη της παραγωγής είναι επίσης πεπερασμένη.

Η διατύπωση της «δεύτερης αντίφασης του καπιταλισμού» παρέχει ένα όχημα για την κατανόηση για το πώς διαμορφώνονται οι συνθήκες παραγωγής και για το πώς η διαδικασία συσσώρευσης υποβάλλει τις συνθήκες παραγωγής σε αυξανόμενες πιέσεις που υπονομεύουν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, των κοινοτήτων, του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και των οικολογικών συστημάτων γενικότερα.

Η οικονομική ανάπτυξη από τη βιομηχανική επανάσταση έχει επιτευχθεί με μεγάλο κόστος στο φυσικό περιβάλλον και στην αυτονομία των κοινοτήτων.

Το έργο του O’Connor φιλοδοξεί να απαντήσει επίσης στις μεταμαρξιστικές κριτικές, σύμφωνα με τις οποίες ο ιστορικός υλισμός δεν εκτιμά επαρκώς τη σημασία των νέων κοινωνικών κινημάτων. Πράγματι, ένα κρίσιμο στοιχείο στη θεωρία του O’Connor για τη δεύτερη αντίφαση, είναι η θεώρηση των κοινωνικών δυνάμεων που μπορούν να αντισταθούν στην επίθεση του κεφαλαίου. Η διατύπωση της δεύτερης αντίφασης παρέχει ένα μεθοδολογικό πλαίσιο για την εκτίμηση της θέσης των κοινωνικών κινημάτων, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών κινημάτων που σύμφωνα με κάποιες θεωρήσεις δεν περιγράφονται πλήρως με ταξικούς όρους, στη διαμόρφωση των κοινωνικών συσχετισμών. Συγχρόνως, αναγνωρίζει τη σύνθετη υφή των παραγωγικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων και των συνθηκών παραγωγής, ανακαλώντας την παρατήρηση του Marx «ότι αυτές οι (παραγωγικές) δυνάμεις είναι φυσικές καθώς επίσης και κοινωνικές στο χαρακτήρα».

Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια πιο σύνθετη σειρά κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών διαδικασιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η θεώρηση των συνθηκών παραγωγής.

Στόχος είναι η διατύπωση μιας μεθόδου που θα συμπεριλαμβάνει τη θεώρηση των κοινωνικών δυνάμεων αλλά και των οικολογικών ορίων ώστε να παράσχει μια πληρέστερη θεώρηση του αντιφατικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Σύμφωνα με το έργο του O’Connor, η διαδικασία συσσώρευσης υπονομεύει τις συνθήκες τις απαραίτητες για την παραγωγή και την πραγματοποίηση της αξίας, καθώς επίσης και τους απαραίτητους όρους για την αναπαραγωγή των συνθηκών παραγωγής, και έτσι ο αντιφατικός χαρακτήρας του καπιταλισμού εμφανίζεται ευκρινέστερα από ό,τι στην κλασική προσέγγιση. Αυτή η θεώρηση εξυπηρετεί ως βάση για την κατανόηση του ρόλου των νέων κοινωνικών κινημάτων που αναπτύσσονται πάνω στις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και έχουν στόχο να αμφισβητήσουν τις αρχές του κεφαλαίου και να οικοδομήσουν τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός οικολογικού σοσιαλιστικού μέλλοντος.

Αλλά η πραγματικά νέα πτυχή των προσεγγίσεών του είναι η θεώρηση της «ανισόμερης και συνδυασμένης ανάπτυξης» ως αιτίας των κρίσεων. Ο O’Connor συνδέει την αυστηρή οικολογική ανάλυση με τη λογική των προσπαθειών αντίστασης τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια του καπιταλισμού.

Ο James O’Connor ορίζει ως οικοσοσιαλιστικές τις θεωρίες εκείνες και τα κινήματα που φιλοδοξούν να υποτάξουν την ανταλλακτική αξία στην αξία χρήσης, με το να οργανώνουν την παραγωγή ώστε να υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και τις απαιτήσεις για τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος.

Ο οικοσοσιαλισμός προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας νέας παγκόσμιας πολιτικής τάξης, πρώτον, λόγω της αυξανόμενης οικονομικής εκμετάλλευσης, και δεύτερον, επειδή η οικολογική υποβάθμιση είναι όλο και περισσότερο ένα ταξικό και «χωρο-ταξικό» ζήτημα. Αυτό υποδεικνύεται από την ανάπτυξη των κινημάτων για την περιβαλλοντική (και οικονομική και κοινωνική) δικαιοσύνη στο Βορρά και τον «περιβαλλοντισμό των φτωχών» στο Νότο. Οι κυρίαρχες ομάδες του Βορρά οφείλουν ένα «οικολογικό χρέος» στις καταπιεσμένες μειονότητες και τον τρίτο κόσμο συνολικά. Η ευημερία των κυρίαρχων ομάδων στο Βορρά βασίζεται στην οικολογική ζημία που γίνεται στις μειονότητες στο Βορρά και το Νότο.

Τελικά θα εξαρτηθεί από τα οικοσοσιαλιστικά ρεύματα η δημιουργία ενός κινήματος που θα είναι σε θέση να συνθέσει τις διαφορετικές και συχνά ανοργάνωτες φωνές διαμαρτυρίας ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, σε μια συνεπή δύναμη διεθνιστικής και πολυπολιτισμικής αλληλεγγύης.

6. Για έναν οικολογικό σοσιαλισμό

Σήμερα, η σοσιαλιστική οικολογία αποτελεί μια από τις βασικότερες συνιστώσες του ευρύτερου κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η οποία αναπτύσσεται με την ίδια ένταση και στο Βόρειο και στο Νότιο Ημισφαίριο του πλανήτη.

Ο οικοσοσιαλισμός, καθώς έχει έλθει σε ρήξη με ένα μοντέλo παραγωγής και κατανάλωσης που αποδείχθηκε καταστροφικό για το περιβάλλον, αντιπροσωπεύει την πλέον θεωρητικά προχωρημένη τάση του αντικαπιταλιστικού κινήματος, έχοντας συνειδητοποιήσει την αδυναμία επίτευξης της «είτε βιώσιμης είτε αειφόρου ανάπτυξης» μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς.

Ο οικοσοσιαλισμός προτείνει μία μορφή θεωρίας και δράσης  που οικειοποιείται τα κεκτημένα του μαρξισμού και της ριζοσπαστικής οικολογικής σκέψης. Για τους οικοσοσιαλιστές, η λογική του κέρδους και του γραφειοκρατικού αυταρχισμού, είναι ασύμβατες με τις απαιτήσεις που έχει η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Ένας οικολογικός σοσιαλισμός, θα απέβλεπε σε μια κοινωνία οικολογικά ορθολογική, θεμελιωμένη πάνω στο δημοκρατικό έλεγχο στην παραγωγή και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Μια τέτοια κοινωνία προϋποθέτει τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, έναν δημοκρατικό προγραμματισμό που επιτρέπει στην κοινωνία να καθορίζει η ίδια τους στόχους της παραγωγής και τέλος προϋποθέτει μια νέα τεχνολογική συγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων.

Η ανάπτυξη της οικολογικής συνείδησης μέσα στο εργατικό κίνημα και γενικότερα, στους αγώνες των καταπιεσμένων, συνιστά ένα από τα μείζονα καθήκοντα του επαναστατικού μαρξισμού. Αυτό το καθήκον απαιτεί να βρεθούν εναλλακτικές πρακτικές στο επίπεδο του χώρου εργασίας, στο επίπεδο του εργατικού κινήματος στο σύνολό του αλλά και στο επίπεδο της κοινωνικής κινηματικής δράσης. Αυτές οι πρακτικές εγγράφονται στη γενικότερη απελευθερωτική προσέγγιση του επαναστατικού μαρξισμού που στοχεύει να αναπτύξει την αυτοπεποίθηση των εργαζομένων μέσα από την αυτοοργάνωση και τον εργατικό έλεγχο. Το ζήτημα του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή είναι αποφασιστικής σημασίας για την ανάδειξη μιας πολιτικής οικολογίας των παραγωγών, η οποία μπορεί να επιτύχει τη σύγκλιση της ταξικής και της οικολογικής συνείδησης με στόχο την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
________________________

Ο Κώστας Σκορδούλης είναι καθηγητής Φυσικής και Επιστημολογίας Φυσικών Επιστημών και διευθυντής στο Εργαστήριο Διδακτικής και Επιστημολογίας των Φυσικών Επιστημών και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Kent στη Βρετανία και δίδαξε σε αρκετές χώρες της Ευρώπης. Συμμετέχει στη Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού «Κριτική – Επιστήμη & Εκπαίδευση». Είναι από τους σημαντικότερους μελετητές και εκφραστές της ριζοσπαστικής οικολογικής θεωρίας και του οικο-σοσιαλισμού στην Ελλάδα με σημαντικό συγγραφικό έργο. Είναι μέλος της ΟΚΔΕ- Σπάρτακος, της 4ης Διεθνούς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: