Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ ΤΟ ΝΕΟΧΙΤΛΕΡΙΚΟ ΝΤΑΧΑΟΥ

Αποσπάσματα από τις μαρτυρίες του Ηπειρώτη αγωνιστή Σωκράτη Ράγγα για τα βασανιστήρια που υπέστη, μαζί με τους άλλους συναγωνιστές του, στη Μακρόνησο:

«Βρισκόμαστε στη Μακρόνησο, στο περιβόητο για τα βασανιστήρια 1ο τάγμα (ΑΕΤΟ). Για ν’ αντιμετωπίσουμε τις επιθέσεις των βασανιστών δίνουμε, όσο μπορούμε, κουράγιο στους συγκρατούμενους:

«Όπως είμαστε ντυμένοι μη βγάζετε το παλτό σας. Είναι Οκτώβρης μήνας μη βγάζετε το παλτό σας που φοράτε. Μη βγάζετε την καμπαρτίνα. Αν σας πουν ξεντυθείτε μη ξεντύνεστε. Αφήστε τους αυτοί να σας ξεσκίσουν τα ρούχα. Αυτή είναι μια πρόχειρη άμυνα. Αν μπορούμε την ώρα που κτυπάνε με το καμτσίκι, με το μαστίγιο, με το βούρδουλα, να σπάσομε το βούρδουλα, να γλιτώσομε καμιά βουρδουλιά. Αν αρπάξουνε πέτρα να μας χτυπήσουν στο κεφάλι, να πιάσομε την πέτρα με το χέρι μας να τους εμποδίσομε. Τέτοια δηλ. πράγματα άμυνας. Εμείς δε θα επιτεθούμε να τους κτυπήσομε γιατί αυτό είναι αστείο πράγμα. Απλώς όσο μπορούμε να προφυλαχτούμε για να μην αποκαρδιωθούμε από την πρώτη στιγμή».


Εμφανίζεται ο λοχαγός Δημ. Ιωαννίδης, ο κατοπινός δικτάτορας και μας απειλεί: «Εδώ που ήρθατε πρέπει να ξέρετε ότι ή θα κάνετε δήλωση ή θα πεθάνετε. Εδώ δε γλιτώνει κανένας· ή πεθαίνει πολιτικά ή πεθαίνει σωματικά».

Πράγματι όσοι δεν είχαν κάνει δήλωση ήταν σε δραματική κατάσταση. Άλλοι με σπασμένα πόδια, άλλοι με βγαλμένα μάτια, άλλοι σε πρόχειρα αναρρωτήρια κι άλλοι σε μια σκηνή κυριολεκτικά τρελοί απ’ τα βασανιστήρια. Οι πιο σκληροί βασανιστές ήταν μεταξύ αυτών που είχαν κάνει δήλωση. Αυτούς χρησιμοποιούσαν πιο πολύ. Που τους είχαν κι αυτούς φυσικά βασανίσει, είχαν κάνει δήλωση, είχαν υποκύψει τάχαν πετάξει όλα από μέσα τους, τους τάιζαν και χασίσι και τέτοια πράγματα και ναρκωτικά και αυτουνούς χρησιμοποιούσαν πιο πολύ για να δείχνουν ότι «να, οι δικοί σας τώρα σας βασανίζουν για να γίνετε έλληνες. Οι δικοί σας».

Μαζευόμαστε λοιπόν στο λεγόμενο συγκρότημα και εκεί που μαζευτήκαμε αντί να μας πάρουν για να μας πάνε για βασανιστήρια, αρχίζουν εκεί να κάνουν ορισμένα λιντσαρίσματα. Δηλαδή ρίχνονται μέσα και αρπάζουν έναν, του τραβούνε τα μαλλιά και τα βγάζουν τούφες-τούφες, ουρλιάζει εκείνος, του ξεριζώνουν τα μαλλιά, ουρλιάζει εκείνος, του ξαναξεριζώνουν, του ξεσκίζουν τα στήθια και τον ρίχνουν κάτω μισότρελο για να σπάσουμε εμείς οι λίγοι.

Ένα δύο λοιπόν, πρόλαβαν ν’ αρπάξουν και καταλάβαμε ότι το κάνουν σκόπιμα και αφού δεν μας περιχαράκωναν, δεν μας έκλειναν, αρχίσαμε πάλι να σκορπούμε για να φύγουμε, στον περίγυρο βέβαια. Πού να πάμε να φύγουμε; Στον περίγυρο να απλωνόμαστε γιατί καταλάβαμε ότι κι αυτό είναι κόλπο μέσα στα βασανιστήρια, μέσα στις μέθοδες που χρησιμοποιούν. Εκεί φώναξε ο Γιώργος ο Λότσης που ήταν μέλος του πολιτικού γραφείου ας πούμε της αποστολής, φώναξε: «Ζήτω η λευτεριά, κάτω ο φασισμός» και τον πήραν και τον εξαφάνισαν από εμάς, τον εξαφάνισαν. Ξανασκορπίσαμε.

Είμασταν ογδόντα περίπου, όσοι δεν είχαμε κάνει δήλωση. Έρχεται ο αρχιβασανιστής Ιωαννίδης και μας λέει: «Ήρθατε 950 και μείνατε 50. Είστε κομμουνιστές. Σας βγάζω το καπέλο μου» και κάνει έτσι το πηλήκιο «αλλά εσείς οι 50 είστε πλέον τόσο λίγοι που μπορούμε να σας βάλουμε σε μια βάρκα και να σας πνίξομε. Οι άλλοι, μέσα σε μια μέρα έγιναν έλληνες. Αλλά δε θα σας πνίξομε. Θα σας πάμε στη χαράδρα του θανάτου και εκεί θα κάνετε κι εσείς δήλωση».

Μπάζει μέσα 5-6 ΑΜμήτες. Απ’ έξω τώρα φωνάζουν. «Σκοτώστε τους! Κρεμάστε τους».

Εκεί που είμαστε τώρα οι 80, κρατιόμαστε όλοι χέρι-χέρι. Και όπως κρατιόμαστε χέρι-χέρι τα χέρια μας έχουν γίνει μέγκενες. Πραγματικά δηλ. δεν είναι χέρια αυτά. Αυτά έχουν γίνει σίδερα από την υπερένταση. Τα κορμιά μας τεντωμένα, όρθια, σαν να δίνει από μέσα η καρδιά μας κι η ψυχή μας εντολή να τεντωθούμε. Όλα αυτά γίνονται, θάλεγε κανένας τελείως φυσιολογικά Αυτά τα αφύσικα, γίνονται τελείως φυσιολογικά. Πώς αλλιώς να το περιγράψω αυτό το πράγμα; Οι ΑΜήτες που έχουν μπει μέσα, μας κοιτούν καλά-καλά, έναν-έναν. Κι αρχίζουν τώρα με τα μαστίγια, εκεί πού ’ μαστέ κρατημένοι τετράδες χέρι-χέρι όλοι εμείς, κτυπούν με το μαστίγιο για να κόψουν τα χέρια δηλαδή να μην πιανόμαστε. Κανένα χέρι όμως δεν αμολιέται. Κανένα χέρι δε φεύγει.

Καταφέρνω να μιλήσω με δυο συγκρατούμενους και ορκιζόμαστε ότι δε θα κάνομε δήλωση και θα μείνομε πιστοί στα ιδανικά μας. Έρχεται πάλι μπροστά μας ο Ιωαννίδης και μας λέει: «Είναι κανένας, αν θέλει μπορεί τώρα».

Δεν κουνιέται κανένας. Οι ΑΜήτες με τα μαστίγια κτυπούν. Δε βγαίνει κανένας. Αφού είδαν κι απόειδαν ότι δε βγαίνει κανένας, ορμούν και αρπάζουν δυο και τους ξεκολλούν με το ζόρι από τη φάλαγγα, τους βγάζουν μπροστά κι άρχισαν να τους λιτσέρνουν, τα μαλλιά τους να τα ξεριζώνουν, τα στήθια τους να τα γδέρνουν. Δεν μπορείς να φανταστείς τι τους κάνουν. Για να σπάσουν αυτοί αλλά κυρίως για να σπάσουμε όλοι εμείς οι άλλοι που στεκόμαστε εκεί.

Σχεδόν μισοτρελάθηκαν αυτοί οι δυο αλλά δεν έσπασαν, δε λύγισαν.

Σαν είδε ο Ιωαννίδης ότι δε βγαίνει τίποτα ούτε μ’ αυτό δίνει διαταγή να μας οδηγήσουν σε μια χαράδρα όπου γίνονταν τα πιο σκληρά βασανιστήρια. Στη χαράδρα του θανάτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: