Ξαφνικά εμφανίζεται ένα αυτοκίνητο με δυνατό ηχοσύστημα. Κάνει συνεχώς βόλτες γύρω από την πλατεία, κάποια στιγμή σταματά. Η μουσική επιλογής του οδηγού παίζει στο φουλ. Κάποιοι γείτονες ξαφνιασμένοι βγαίνουν στα μπαλκόνια να δουν τι ακριβώς συμβαίνει. Καταλαβαίνουν και μπαίνουν ξανά μέσα. Η ώρα περνά, η μουσική –πάντα επιλογής του οδηγού– συνεχίζει να ακούγεται δυνατά σε όλη τη γειτονιά.
Πολλοί από τους νέους και τις νέες που ήταν στην πλατεία ενοχλούνται και αποφασίζουν να φύγουν. Άλλοι αντιμετωπίζουν πιο ανέμελα την ξαφνική νυχτερινή «εισβολή». Τους ανθρώπους που φεύγουν τους αντικαθιστούν άλλοι. Πιο επιθετικοί, πιο επιβλητικοί ως προς την παρουσία τους στον χώρο. Η μουσική συνεχίζει —είναι σαν μια ομάδα να έχει στηθεί στη γωνία και να φωνάζει συνθήματα.
Λίγη ώρα αργότερα, η πλατεία έχει «καταληφθεί». Πρόκειται για πραγματικό περιστατικό που έλαβε χώρα σε πλατεία των νοτίων προαστίων. Που όμως, σύμφωνα με μαρτυρίες που έχει στη διάθεσή του το Πριν, αντανακλά τα όσα έγιναν, με εξαιρετικά μεγάλη ταχύτητα, τις τελευταίες εβδομάδες και σε άλλες πλατείες του Λεκανοπεδίου, οι οποίες μετατράπηκαν από σημεία ελευθερίας και συνάντησης σε ανοιχτά διασκεδαστήρια, για να καταληφθούν ακολούθως από την αστυνομία.
Ας ξεκινήσουμε με μία διαπίστωση εντός παρένθεσης. Η πολύμηνη απαγόρευση κυκλοφορίας σε συνδυασμό με το παρατεταμένο «λουκέτο» σε μπαρ, κλαμπ, γήπεδα, γυμναστήρια και άλλους αντίστοιχους χώρους, άφησε χωρίς ενασχόληση ανθρώπους, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βιοπορίζονταν από τις παραπάνω δραστηριότητες — όχι πάντα με «καθαρό» τρόπο. Ο νοών νοείτω. Κλείνει η παρένθεση.
Η μετατροπή των πλατειών της Αττικής, και όχι μόνο, από σημεία συνάντησης και αμφισβήτησης των απαγορεύ- σεων σε ανοιχτά κλαμπ με επιβολή στον χώρο της αντίστοιχης κουλτούρας, αποτελεί άμεση απόρροια του ατελείωτου lockdown
Η πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη είναι τα τελευταία χρόνια μια ζωντανή πλατεία. Σημείο συνάντησης για ντόπιους και μετανάστες, νέους και νέες της γειτονιάς και όχι μόνο, μετά το πρώτο lockdown αποτέλεσε έναν από τους δημόσιους χώρους που «επανανακαλύφθηκαν» από τους κατοίκους της Αθήνας. Στην ίδια πλατεία, στις αρχές Μαΐου του 2020, είχε σημειωθεί η δολοφονική επίθεση της ομάδας ΔΡΑΣΗ με τραυματισμούς και συλλήψεις νέων της περιοχής — μάλιστα δευτερόλεπτα πριν την επιδρομή είχαν σβήσει τα φώτα της πλατείας. Πώς αυτός ο μικρός χώρος μετατράπηκε σε «νούμερο ένα» θέμα συζήτησης πανελλαδικώς για τα οργανωμένα πάρτι με dj, τους βίαιους διαπληκτισμούς, την τρομακτική ηχορύπανση και τα σκουπίδια;
«Όλα έγιναν μέσα στον τελευταίο μήνα», λέει στο Πριν η Μυρτώ, κάτοικος της περιοχής. «Στα τέλη Μαρτίου ήδη η πλατεία μάζευε πάρα πολύ κόσμο. Το Σάββατο 27 Μάρτη θυμάμαι ότι, ενώ καθόμασταν στην πλατεία, είδαμε ξαφνικά κόσμο να τρέχει. Νομίζαμε πως έρχεται η αστυνομία, ωστόσο ήταν άτομα του οπαδικού χώρου που είχαν “αρπαχτεί” με άλλους “θαμώνες”. Έκτοτε τέτοια περιστατικά άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνά, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά συγκεκριμένες περιοχές τουλάχιστον της πλατείας να “αδειάζουν” από κόσμο της γειτονιάς», αφηγείται. Το επόμενο βήμα έγινε λίγες ημέρες αργότερα: «Γύρω στις 7-8 Απριλίου, μεσοβδόμαδα, ήταν το πρώτο βράδυ που άκουσα μουσική στο φουλ. Βγήκα στο μπαλκόνι και είδα τζιπ υψηλού κυβισμού στην πλατεία. Την Παρασκευή 9 Απριλίου πραγματοποιήθηκε το πρώτο οργανωμένο πάρτι, με ηχείο –που ωστόσο ακόμα δεν έπαιζε πολύ δυνατά, dj και φωτορυθμικά. Το Σάββατο 10 Απριλίου τα αμάξια ήταν περισσότερα. Ήταν πιο οργανωμένοι, με ψυγειάκι με ποτά και πάγο. Ήταν η πρώτη επίδειξη πυγμής», μας εξηγεί.
Η κατάσταση «ξέφυγε» γρήγορα: «Έχω δει να κυνηγάνε με έναν πάσσαλο τρία μέτρα ανθρώπους, έχω ακούσει να λένε “μου έβγαλε μαχαίρι”». Οι παραβιαστικές συμπεριφορές και οι σεξιστικές επιθέσεις έδιναν κι έπαιρναν. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε κλιμακούμενη, ώσπου την Τετάρτη 21 Απρίλη την πλατεία κατέλαβε η ΕΛΑΣ, αντικαθιστώντας τα αμάξια υψηλού κυβισμού και τα ηχοσυστήματα με ασφυκτικούς ελέγχους στους κατοίκους της περιοχής και καταθλιπτική «σιγή νεκροταφείου».
Ίδιο «σκηνικό» και στην πλατεία Βαρνάβα σε μια άλλη γειτονιά της Αθήνας, στο Μετς. Περίπου από τα μέσα Μαρτίου και έπειτα, νεολαία και κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής όλων των ηλικιών άρχισαν να μαζεύονται στην όμορφη πλατεία, αναζητώντας λίγες «ανάσες» ελευθερίας και επικοινωνίας. Η πλατεία, όπως και πέρσι το καλοκαίρι, έγινε ξανά σημείο συνάντησης ζωντανών παρεών που συζητούσαν, γελούσαν, ερωτεύονταν.
«Από τις τελευταίες μέρες του Μαρτίου αυτό άλλαξε. Η πλατεία άρχισε να μετατρέπεται σε χώρο ενός καλά προγραμματισμένου πάρτι από το απόγευμα και μετά. Με δυνατή μουσική μέχρι πρωίας, χυδαίες και επιθετικές συμπεριφορές κατά κατοίκων και περαστικών. Χωρίς κανένα σεβασμό στον χώρο», εξηγεί στο Πριν ο Παναγιώτης, ο οποίος κατοικεί στο Παγκράτι τα τελευταία χρόνια. «Υπάρχουν καταγγελίες κατοίκων, ανθρώπων που γνωρίζω καλά και μιλώ καθημερινά, ότι έγιναν μάρτυρες πολλών σεξιστικών και οπαδικών επιθέσεων, ξυλοδαρμού εργαζόμενου ντελιβερά χωρίς λόγο και αιτία. Μέχρι και πυροβολισμοί στον αέρα υπήρξαν ένα βράδυ από άτομο συγκεκριμένης παρέας, η οποία είχε αναλάβει τον ρόλο διοργανωτή του πάρτι και “ελεγκτή” της πλατείας», προσθέτει. Όπως σημειώνουν κάτοικοι στο Πριν, οι αρχές όχι απλά γνωρίζουν αλλά κάνουν και τα «στραβά» μάτια στις καταγγελίες για επικοινωνία διάφορων κυκλωμάτων προστασίας μαγαζιών της περιοχής με την αστυνομία.
Αφού, λοιπόν, οι αρχές άφησαν την κατάσταση να «ξεφύγει», ώστε να δώσουν εκ νέου «τροφή» σε κυβέρνηση και συστημικά ΜΜΕ περί ανευθυνότητας των νέων σε μια ακόμη προσπάθεια κατασκευής «ενόχων», το απόγευμα της Παρασκευής 16/4 η αστυνομία έκανε κανονική απόβαση. Αστυνομικοί της ομάδας ΟΔΟΣ περικύκλωσαν την πλατεία, περιπολικά και μοτοσικλετιστές έκοψαν την πρόσβαση από την οδό Εμπεδοκλέους ενώ από την οδό Υμηττού είχε κλείσει με «επιβλητικό» τρόπο μια κλούβα των ΜΑΤ. Περιμετρικά, σε κάθε γωνιά, στήθηκαν σκοποί από την ομάδα ΔΡΑΣΗ και την ΟΠΚΕ με τα χέρια στα όπλα, ενώ στα γύρω στενά οι έλεγχοι σε κατοίκους και δικυκλιστές εργαζόμενους ήταν συνεχείς και απότομοι, λες και η αστυνομία ήταν στην αναζήτηση των χειρότερων κακοποιών. Το σχέδιο της ΕΛΑΣ ήταν ο αποκλεισμός να κρατήσει για τρεις μέρες, ξεκινώντας από νωρίς το απόγευμα.
Την Κυριακή, όμως, δεκάδες κάτοικοι, ασφυκτιώντας από την αστυνομική παρέμβαση στην γειτονιά τους, φρόντισαν να τους χαλάσουν την «μανέστρα». Το απόγευμα, πραγματοποίησαν την πρώτη τους συνέλευση για το πώς θα αντιμετωπίσουν την αστυνομία και θα επανοικειοποιηθούν την πλατεία. «Για εμάς, η λύση δεν είσαστε εσείς», είπε χαρακτηριστικά κάτοικος απευθυνόμενος στον αξιωματικό, ο οποίος πήγε να τους ζητήσει να φύγουν από την πλατεία. Ο αστυνομικός γύρισε άπραγος και από τη Δευτέρα η παρουσία της αστυνομίας περιορίστηκε σε ελάχιστες περιπολίες και συστάσεις. Η πλατεία, εν πολλοίς, επέστρεψε στην καθημερινότητά της, όπως ήταν στις αρχές Μαρτίου. Βέβαια το θέμα προστασίας από τα κυκλώματα παραμένει, αλλά είναι αποκλειστικά και μόνο θέμα των κατοίκων να το λύσουν.
Η μετατροπή των πλατειών της Αττικής αλλά και άλλων περιοχών της χώρας από σημεία συνάντησης και αμφισβήτησης του κυβερνητικού αυταρχισμού και των απαγορεύσεων σε ανοιχτά κλαμπ, με επιβολή στον χώρο της αντίστοιχης κουλτούρας, αποτελεί –τουλάχιστον ως προς την ανοχή στα πρώτα βήματα αυτής της διαδικασίας από τους πραγματικούς θαμώνες των χώρων αυτών– άμεση απόρροια του ατελείωτου lockdown. Όχι μόνο λόγω της συσσωρευμένης έντασης, της παρατεταμένης έλλειψης κοινωνικοποίησης, του κυνηγητού από την αστυνομία, του «λουκέτου» σε πάρκα και χώρους άθλησης, της διάλυσης του ερασιτεχνικού αθλητισμού. Αλλά και επειδή η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε συγκεκριμένο χώρο αποτελεί τη μόνη δικλείδα ασφαλείας, ότι όποιος «τολμήσει» να βγει από το σπίτι του μετά τις 9 το βράδυ δεν θα επιστρέψει με 300 ευρώ πρόστιμο στην «πλάτη». Οι εικόνες που καταγράφηκαν τις τελευταίες ημέρες σε Παγκράτι και Κυψέλη αποτελούν εξολοκλήρου δημιούργημα της κυβερνητικής πολιτικής του τελευταίου διαστήματος, άμεση απόρροια του lockdown και των sms. Ας μην παριστάνουν τους έκπληκτους κυβερνητικοί και φίλια ΜΜΕ, προωθώντας ως μόνη λύση την καταστολή, την ίδια ώρα που παρατείνουν την απαγόρευση κυκλοφορίας επ’ αόριστον, έστω και σε διαφορετικά ωράρια. Οι απαγορεύσεις πρέπει να αρθούν εδώ και τώρα!
Οι χώροι ελευθερίας και συλλογικής έκφρασης δεν τρομοκρατούνται
Με απίστευτα υποκριτικά επιχειρήματα, η κυβέρνηση έθεσε το τελευταίο διάστημα υπό αστυνομικό κλοιό τις πλατείες του δήμου της Αθήνας, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις την πλατεία Βαρνάβα και την πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη. Ο συνωστισμός της νεολαίας και η διεξαγωγή «κορονοπάρτι» χωρίς μέτρα προστασίας είναι το άλλοθι της παρουσίας ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων που περικυκλώνουν τις πλατείες από νωρίς το απόγευμα και απαγορεύουν την πρόσβαση των κατοίκων. Το πρώτο που οφείλουμε να καταγγείλουμε είναι η χρήση των κατασταλτικών μηχανισμών, οι αποκλεισμοί, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί. Δεν αντιμετωπίζεται έτσι η πανδημία.
Ο φαρισαϊσμός της κυβερνητικής διαχείρισης και σε αυτό το ζήτημα είναι οφθαλμοφανής! Γι’ αυτό έχει χάσει κάθε αξιοπιστία. Οι αποφάσεις αυτή την περίοδο δεν λαμβάνονται με υγειονομικά κριτήρια αλλά επειδή η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να ανοίξει ο τουρισμός χωρίς υγειονομικά μέτρα. Η ίδια κυβέρνηση που τώρα καταλαμβάνει πλατείες, παγκάκια, πεζούλια, ακόμα και τους δρόμους των γειτονιών, και τους καθιστά απροσπέλαστους για τους κατοίκους και τη νεολαία, η ίδια σε λίγο θα τους «απελευθερώσει» για να καταληφθούν από τραπεζοκαθίσματα και από τον «ευγενή» τουρισμό. Γι’ αυτό ας αφήσει τα κροκοδείλια δάκρυα, ας σταματήσει να αναζητά άλλους υπεύθυνους για τα χιλιάδες κρούσματα και τους διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ. Ο αποκλεισμός των πλατειών δεν έχει στόχο να περιορίσει τη μετάδοση. Επιδιώκει να στοχοποιήσει τη νεολαία, να κηρύξει για άλλη μια φορά πόλεμο με τον κόσμο και να κατασκευάσει «ενόχους», ώστε να καλύψει τις κυβερνητικές ευθύνες.
Αυτό το έργο είναι χιλιοπαιγμένο. Πέρσι, τέτοια εποχή επιτέθηκαν και εκκένωσαν την πλατεία Αγίας Παρασκευής και μετά την πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη, με παρόμοιες δικαιολογίες. Όπως τότε, έτσι και τώρα και μάλιστα ακόμα περισσότερο, καταλαβαίνουν την υπόγεια βουή της αγανάκτησης και της οργής, λόγω της τρομερής όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων που έχει δημιουργήσει η αντεργατική πολιτική διαχείριση της πανδημίας. Οι αναστολές και τα επιδόματα θα σταματήσουν και οι απολύσεις, η ανεργία, η εκ περιτροπής εργασία και οι μειώσεις μισθών χτυπούν ήδη την πόρτα χιλιάδων εργαζόμενων. ‘Ολα αυτά, ενώ τα κρούσματα παραμένουν υψηλά και γίνεται φανερό ότι το πεντάμηνο lockdown δεν αντιμετώπισε το πρόβλημα.
Το σύνθημα «ο λαός θα σώσει τον λαό» γίνεται πιο επιτακτικό και πιο αληθινό από ποτέ. Εργαζόμενοι και νεολαία οφείλουν να δράσουν συλλογικά, να μην υποταχτούν στον ατομισμό, τον κανιβαλισμό και τον ωχαδερφισμό, να επαναοικειοποιηθούν πάρκα, πλατείες και λόφους με όλα τα μέτρα υγειονομικής προστασίας, ώστε να γίνουν χώροι χαράς, διασκέδασης, συζήτησης, χώροι διεξόδου, ελευθερίας και συλλογικού σεβασμού.
Φοίβος Λιναρδάτος, μέλος της Αντικαπιταλιστικής Ανατροπής στην Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου