Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

Με αφορμή την τσιμεντοποίηση του χώρου της ΔΕΘ: Οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης δεν είναι ίδιες για όλες τις κοινωνικές τάξεις

Κώστας Νικολάου, διδάκτωρ περιβαλλοντολόγος, τ. επισκέπτης καθηγητής ΑΠΘ

Οι πρόσφατες ανακοινώσεις κυβέρνησης και Υπερταμείου-ΤΑΙΠΕΔ για το επιχειρούμενο σχέδιο ιδιωτικοποίησης ενός κοινού μας αγαθού, του χώρου της ΔΕΘ, με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Ανάπλαση της ΔΕΘ και Μητροπολιτικό Πάρκο», δεν αφήνουν πλέον καμιά αμφιβολία για το τι ακριβώς θα συμβεί στην πόλη εάν το σχέδιο τελικά υλοποιηθεί.

Τα φαραωνικού μεγέθους κτίρια εμπορικού κέντρου και ξενοδοχείου, που θα προστεθούν, οδηγούν στην τσιμεντοποίηση του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του χώρου της ΔΕΘ. Οι λειτουργίες τους μαζί με το σχεδιαζόμενο τεράστιο υπόγειο πάρκινγκ, θα προσελκύσουν ακόμη περισσότερα οχήματα στο κέντρο της πόλης επιβαρύνοντας την ήδη υπάρχουσα κυκλοφοριακή συμφόρηση και την ατμοσφαιρική ρύπανση, που ήδη βρίσκεται πολύ πάνω από τα όρια προστασίας της υγείας.

Επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης επικίνδυνα για την υγεία και την ίδια τη ζωή

Συγκεκριμένα, τα επίπεδα των αιωρουμένων μικροσωματιδίων ΡΜ2,5 είναι ήδη 4 έως 4,5 φορές πάνω από το όριο προστασίας της υγείας του ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) και εντάσσονται στη λεγόμενη «πορτοκαλί ζώνη», προκαλώντας πρόωρους θανάτους σε εκατοντάδες κατοίκους της πόλης. Η αναμενόμενη επιβάρυνση της υπάρχουσας κυκλοφοριακής συμφόρησης, ένεκα του αναφερόμενου σχεδίου της ΔΕΘ, θα οδηγήσει τα επίπεδα των σωματιδίων από την «πορτοκαλί ζώνη» στην «κόκκινη ζώνη», δηλαδή «5-7 φορές πάνω από το όριο προστασίας της υγείας του ΠΟΥ» με ακόμα μεγαλύτερες επιπτώσεις στην υγεία και την ίδια τη ζωή των κατοίκων.

Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάνθηκε στις 23.3.2023, ότι η Ελλάδα παρέβη το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, διότι υπερέβη συστηματικά τα όρια για τα σωματίδια στη Θεσσαλονίκη και δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα.

Επιπλέον, τη χειμερινή περίοδο του έτους, η συνεχής αύξηση των τιμών του πετρελαίου θέρμανσης και του φυσικού αερίου (καθώς και η συνεχής αύξηση τιμολογίων του ηλεκτρικού ρεύματος) αναγκάζει τους πολίτες ειδικά με χαμηλά εισοδήματα να στραφούν στο να χρησιμοποιήσουν τζάκια (όχι βέβαια τα ενεργειακά, που είναι ακριβά) και σόμπες, με καύσιμη ύλη παντός είδους ξύλα και κάθε είδους υλικά που είναι δυνατόν να καούν, συχνά διαποτισμένα με χημικά, που οδηγούν τελικά σε εκπομπές αιωρουμένων σωματιδίων πολλές φορές μεγαλύτερες σε σχέση με το πετρέλαιο και ασύγκριτα μεγαλύτερες σε σχέση με το φυσικό αέριο.

Σε αυτές τις περιπτώσεις αυξάνονται δραματικά οι εκπομπές ιδιαίτερα τοξικών και καρκινογόνων ουσιών, όπως πχ οι πολυαρωματικές ενώσεις και οι διοξίνες. Ακόμα χειρότερα, οι εκπομπές αυτές αυξάνονται όχι μόνο στον αέρα των πόλεων αλλά και στο εσωτερικό των σπιτιών, ιδίως όσων χρησιμοποιούν τζάκια και σόμπες με τελικό αποτέλεσμα, όλο το εικοσιτετράωρο είτε μέσα είτε έξω από το σπίτι η ποιότητα του εισπνεόμενου αέρα να είναι εξαιρετικά χαμηλή.

Υπογραμμίζεται ότι δύο και τρεις φορές περισσότερο ρυπασμένος είναι ο αέρας σε εσωτερικούς χώρους (στα σπίτια, στους χώρους εργασίας και στα αυτοκίνητα) σε σύγκριση με τον εξωτερικό αέρα (και εξ αιτίας αυτού), γεγονός εξαιρετικά σημαντικό αφού τις περισσότερες ώρες της ημέρας, βρισκόμαστε σε κλειστούς χώρους. Εδώ χρειάζεται να προστεθεί και το γεγονός ότι οι επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων καθορίζονται από τη συνολική δόση των ρύπων, που εισπνέει ένας άνθρωπος αθροιστικά κάθε μέρα, κάθε έτος και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνο ιδίως για τις ευπαθείς ομάδες, που είναι τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι πάσχοντες από αναπνευστικά και καρδιαγγειακά νοσήματα.

Οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης δεν είναι ίδιες για όλους τους κατοίκους

Τα παραπάνω αναφερόμενα είναι συμπεράσματα πολυετών επιστημονικών ερευνών σε όλο τον κόσμο και οδηγούν αναπόφευκτα στη διαπίστωση ότι οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης μιας πόλης δεν είναι ίδιες για όλους τους κατοίκους της.

Ενδεικτικά και μόνο, οι οδηγοί λεωφορείων, ταξί, επαγγελματικών οχημάτων που κινούνται διαρκώς στους δρόμους της πόλης εισπνέουν πολύ μεγάλη δόση ρύπων. Το ίδιο και οι εργαζόμενοι σε κάθε είδους επιχειρήσεις που βρίσκονται σε δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας οχημάτων. Ακόμα περισσότερο, οι εργαζόμενοι (που ένεκα της φύσης της εργασίας τους) κινούνται διαρκώς πεζοί σε δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας. Παρομοίως οι βιομηχανικοί εργάτες. Στη δόση ρύπων που εισπνέουν οι εργαζόμενοι σε όλη τη διάρκεια της εργασίας τους καθώς και της μετακίνησής τους από και προς αυτήν, προστίθεται και η δόση ρύπων που λαμβάνουν στον χώρο κατοικίας τους, που κατά τεκμήριο δεν βρίσκεται και στις πλέον καλής ποιότητας αέρα περιοχές.

Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με τους ανθρώπους της κυρίαρχης τάξης και των ευνοούμενων της. Τόσο οι χώροι εργασίας τους όσο και οι περιοχές κατοικίας τους χαρακτηρίζονται από τη σαφώς καλύτερη ποιότητα αέρα και την κατά πολύ μικρότερη δόση εισπνεόμενων ρύπων.

Οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης της πόλης στην υγεία των κατοίκων της είναι μεγαλύτερες για την τάξη των εργαζομένων σε σχέση με την κυρίαρχη τάξη. Η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει ταξικά χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια, οι πολιτικές που δεν αντιμετωπίζουν την ατμοσφαιρική ρύπανση της πόλης (ιδίως όταν αυτή είναι σε επικίνδυνα υψηλά επίπεδα για την υγεία) είναι ακραία ταξικές. Εφαρμόζονται όμως, γιατί στο όνομα της ασύστολης αύξησης των κερδών, η υγεία και η ζωή των εργαζομένων είναι απλά μια παράπλευρη απώλεια.

Κι όμως υπάρχουν λύσεις

Έτσι, ενώ το πράσινο στην πόλη κυμαίνεται σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα (10 φορές κάτω από τις διεθνείς προδιαγραφές για προστασία της υγείας των κατοίκων) και παρόλο που είναι αποδεδειγμένο ότι κατάλληλες ζώνες πρασίνου (πχ μεγάλα αστικά πάρκα) μπορούν να μειώσουν τους ατμοσφαιρικούς ρύπους από 30 μέχρι 60%, επιλέγεται η τσιμεντοποίηση του χώρου της ΔΕΘ συνοδευόμενη από ένα πάρκο με λίγα δέντρα, που θα καταλαμβάνει ένα πολύ μικρό μέρος του χώρου της ΔΕΘ.

Η σημαντικότερη υπάρχουσα δίοδος της θαλάσσιας καθώς και της απόγειας αύρας για τον αερισμό και τη διασπορά των ρύπων στο κέντρο της πόλης, είναι η περιοχή Λευκού Πύργου – ΧΑΝΘ – ΔΕΘ – Πανεπιστημίου. Η διασφάλιση αυτής της διόδου χωρίς επιπλέον δόμηση, με αύξηση του υψηλού πρασίνου (δενδροφυτεύσεις) αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα και τη μείωση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντα χώρου, ιδίως στη θερμή περίοδο του έτους. Για να επιτευχθεί αυτό, η μοναδική λύση είναι η μετατροπή του χώρου της ΔΕΘ σε ένα μεγάλο Μητροπολιτικό Πάρκο, με κυρίαρχο το πράσινο. Η ανέγερση κτιρίων σε αυτή την περιοχή της Θεσσαλονίκης δημιουργεί ένα ακόμα φράγμα στον αερισμό του κέντρου της πόλης.

Εδώ και δέκα χρόνια, το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Θεσσαλονίκης (με πλήρη κοινωνική διαβούλευση και συναίνεση) και το ολοκληρωμένο Στρατηγικό και Επιχειρησιακό Σχέδιο για το Πράσινο στη Θεσσαλονίκη (που έγινε για πρώτη φορά στην πόλη), αλλά και εκατό χρόνια πριν, το σχέδιο του Ernest Hébrard, τεκμηριωμένα καταλήγουν στη μεταφορά της ΔΕΘ εκτός πόλης και στη δημιουργία ενός μεγάλου Μητροπολιτικού Πάρκου στον χώρο της ΔΕΘ με χιλιάδες δέντρα και πυκνότητα αστικού δάσους, που μπορούν να αυξήσουν δραστικά τον υπάρχοντα αριθμό δέντρων του Δήμου Θεσσαλονίκης

Ακόμα και με οικονομίστικη προσέγγιση, το κόστος από μια δραστική μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων είναι πολύ μικρότερο από το κόστος νοσηλείας και περίθαλψης, ένεκα των επιπτώσεων που υπάρχουν. Κυρίως όμως, επειδή οι ζωές των ανθρώπων πρέπει να είναι πάνω από τα κέρδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: