του Κώστα Σκορδούλη
Οι επιπτώσεις από την υπερθέρμανση του πλανήτη μεταμορφώνουν το περιβάλλον μας, αυξάνοντας τη συχνότητα και την ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων. Η Ευρώπη γνώρισε ακραία κύματα καύσωνα τα τέσσερα από τα πέντε τελευταία χρόνια. Το περασμένο καλοκαίρι, οι θερμοκρασίες πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο ήταν κατά 5°C υψηλότερες απ' ό,τι συνήθως.
Η διακυβερνητική επιτροπή για την κλιματική αλλαγή (IPCC) εξέδωσε τον Οκτώβριο του 2018 ειδική έκθεση σχετικά με τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5°C πάνω από το προβιομηχανικό επίπεδο και τις σχετικές μεθόδους που υπάρχουν για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Τα επιστημονικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη έχει ήδη φτάσει 1°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και αυξάνεται κατά περίπου 0,2°C ανά δεκαετία. Η παγκόσμια μέση αύξηση της θερμοκρασίας θα μπορούσε να φτάσει τους 2°C σύντομα μετά το 2060 και να εξακολουθήσει να αυξάνεται συνέχεια. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Καθαρός Πλανήτης για όλους» (2018) για την περιοχή της Μεσογείου. Το 16% της σημερινής μεσογειακής ζώνης είναι πιθανό να γίνει άγονη γη έως το τέλος του αιώνα.
Με αυτά τα δεδομένα συνήλθε στην Αθήνα, στις 16-17 Σεπτεμβρίου, η EUMED-9, η διάσκεψη για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής και κλιματικής κρίσης στη Μεσόγειο, στην οποία συμμετείχαν η Ελλάδα, η Κύπρος, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Κροατία, η Μάλτα, η Πορτογαλία και η Σλοβενία. Στην διακήρυξή τους, οι συμμετέχουσες χώρες δεσμεύονται στην εφαρμογή της Συμφωνίας του Παρισιού και στον στόχο της ΕΕ για μείωση των καθαρών εκπομπών αεριών του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, από τα επίπεδα του 1990.
Η κοινή διακήρυξη αναφέρεται στις ιδιαιτερότητες της Μεσογείου ως μιας περιοχής ιδιαίτερα ευάλωτης στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η οποία υφίσταται πλέον πρωτοφανή οικολογική ζημιά. Η διακήρυξη τονίζει ότι οι οικολογικές απειλές που αντιμετωπίζει η Μεσόγειος θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ανάπτυξη και την υλοποίηση των πολιτικών της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια. Υπάρχει ειδική μνεία σε ζητήματα προστασίας της βιοποικιλότητας, των δασών και του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Από την πλευρά της κυβέρνησης της ΝΔ πρόκειται για μνημείο υποκρισίας. Μετά το περιβαλλοντοκτόνο νομοσχέδιο Χατζηδάκη που κατήργησε τις περιοχές Natura και τις έδωσε βορά στις εταιρείες εξορύξεων, αφού γεμίζει τα βουνά με βιομηχανικά αιολικά πάρκα και τους κάμπους με φωτοβολταϊκά, αφού ιδιωτικοποιεί την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος, μετά από την παταγώδη αποτυχία αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών λόγω έλλειψης υποδομών και οργάνωσης, υπογράφει για την προστασία του περιβάλλοντος της Μεσογείου! Υποτιμάνε την νοημοσύνη μας!!
Παράλληλα, στη διακήρυξη οι χώρες δεσμεύονται στην τήρηση των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και την προώθηση συναφών νομοθετικών προσαρμογών. Τον Δεκέμβριο του 2019, με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύτηκε να καταστεί η Ευρώπη η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος μέχρι το 2050, με υλοποίηση της μεταστροφής προς μια οικονομία «χαμηλού» άνθρακα, ώστε το 2050 οι εκπομπές Αερίων του Θερμοκηπίου να αντισταθμίζονται από τη δέσμευσή τους μέσω φυσικών οικοσυστημάτων και τεχνολογικών λύσεων, δημιουργώντας μηδενικό ισοζύγιο.
Για την επίτευξη του στόχου της Πράσινης Συμφωνίας, η ΕΕ θα υλοποιήσει ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων, με επενδύσεις ύψους 1 τρισ. ευρώ, που θα αφορά τη «διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας» των κλάδων που όπως υποστηρίζεται «αναλαμβάνουν το συνεχώς αυξανόμενο κόστος μείωσης των εκπομπών ΑτΘ». Πρόκειται δηλαδή για μια επιδότηση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων ώστε να περιορίσουν τις εκπομπές των ΑτΘ.
Τα τελευταία χρόνια, όπως φαίνεται και παραπάνω, υπάρχει μια έντονη διακηρυκτική δραστηριότητα της ΕΕ για την προστασία του περιβάλλοντος. Κοινός τόπος όλων των εγγράφων, εκθέσεων και διακηρύξεων είναι η αναφορά στο σύμπτωμα και όχι στην αιτία. Γιατί η αιτία βρίσκεται στα οικονομικά συμφέροντα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, που επιβάλλουν την ολοένα και με ταχύτερους ρυθμούς εφαρμογή νέων τεχνικών παραγωγής χωρίς καμία προηγούμενη αξιολόγηση των συνεπειών τους, που αποδεδειγμένα επιφέρουν ανεπανόρθωτες καταστροφές στο περιβάλλον.
Η αιτία βρίσκεται στην ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού, στη βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα που αύξησε κατά πολύ το επίπεδο εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων που υπονομεύοντας σοβαρά την υγεία όχι μόνο των εργαζομένων στα εργοστάσια αλλά και γενικά όλων των κατοίκων των πόλεων. Ο καπιταλισμός εξαπέλυσε μια καθολική επίθεση στη φύση με σκοπό την όσο το δυνατόν αποδοτικότερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, γεγονός που κλόνισε τις οικολογικές ισορροπίες.
Και όμως η οικολογική κρίση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, δεν είναι η γραμμική έκβαση της βιομηχανικής ανάπτυξης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Είναι αποτέλεσμα ενός ποιοτικού άλματος που έχει άμεση σχέση με τη γενίκευση της χρήσης του πετρελαίου και με την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας που τροφοδοτήθηκε από την εντατικοποίηση της γεωργίας. Από τη δεκαετία του 1970, το ποιοτικό αυτό άλμα έχει αποκτήσει ακόμη πιο εντυπωσιακές διαστάσεις λόγω της ανεξέλεγκτης εκβιομηχάνισης του «Τρίτου Κόσμου».
Δεν είναι δυνατόν να λυθεί η οικολογική κρίση, δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος χωρίς να θιχτεί η παραγωγική βάση του καπιταλιστικού συστήματος.
Η πολιτική της ΕΕ τα τελευταία χρόνια εντάσσεται στο πρόγραμμα των αστικών τάξεων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών να προωθήσουν το σχήμα για την «πράσινη οικονομία της αγοράς». Αυτή η πολιτική έχει τα εξής χαρακτηριστικά: α) Η προστασία του περιβάλλοντος γίνεται πεδίο για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου β) Η προστασία του περιβάλλοντος επιχειρείται να γίνει η ατμομηχανή για «έναν εκσυγχρονισμό της καπιταλιστικής οικονομίας» και γ) γίνεται η προσπάθεια να αποκατασταθεί το κύρος της άποψης ότι η αγορά είναι το αποκλειστικό μέσο για μια πολιτική κατά της κλιματικής αλλαγής.
Μέχρι στιγμής, όμως, οι απόπειρες προσανατολισμού του καπιταλισμού σε μια φιλική προς το περιβάλλον λειτουργία έχουν αποτύχει, για τον λόγο ότι η λογική του κέρδους είναι εντελώς ασύμβατη με μια πολιτική σεβασμού της φύσης και των λειτουργιών της. Οι διακηρύξεις για μια «αειφόρο ανάπτυξη» διαψεύδονται από τη λογική του κεφαλαίου: «Αειφόρος ανάπτυξη» και νόμος της αξίας αποκλείονται αμοιβαία. Ο ορθολογισμός του καπιταλισμού σταματά μπροστά στην πόρτα της καπιταλιστικής επιχείρησης.
Για την αντικαπιταλιστική αριστερά, μόνο η εργατική τάξη με την αυτόνομη πολιτική της παρουσία, μπορεί να σώσει τη φύση και τη ζωή και να εγγυηθεί το μέλλον του πλανήτη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου